Ο αμερικανός πρόεδρος το είπε: «Η Κίνα είναι μία». Μόνο που θα πρέπει να το πει σε μερικές εβδομάδες και ο διάδοχός του. Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε ήδη την πρώτη κρίση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο με την αιφνιδιαστική απόφασή του να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την πρόεδρο της Ταϊβάν. Και να φανταστεί κανείς, σημειώνουν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Ταϊβάν δεν απασχολούσε ιδιαιτέρως τις ούτως ή άλλως πολύπλοκες σχέσεις των δύο πλευρών. Προτεραιότητα στις διμερείς επαφές είχαν συνήθως το εμπόριο, οι κυβερνοπιθέσεις και η κινεζική κινητικότητα στον Ειρηνικό.

Η πλευρά Τραμπ επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Ηταν –είπε ο μέλλων αμερικανός αντιπρόεδρος Μάικ Πενς –μια «ευγενική πράξη» που σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Από την προσοχή των παρατηρητών –και ασφαλώς του Πεκίνου –δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που ένας νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ είχε επικοινωνία με έναν ταϊβανέζο ηγέτη από το 1979, χρονιά που ο Τζίμι Κάρτερ αναγνώρισε την Ταϊβάν ως μέρος της «ενιαίας Κίνας».

Το Πεκίνο πάντως αντέδρασε έντονα τόσο προς την πλευρά της Ταϊβάν όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μάικ Πενς ωστόσο επέμενε: το τηλεφώνημα με την «δημοκρατικά εκλεγμένη» πρόεδρο Τσάι Ινγκ Βεν δεν προκάλεσε τίποτε περισσότερο από μια «τρικυμία στο ποτήρι». Ο αντιπρόεδρος του Τραμπ κατηγόρησε παράλληλα τα μέσα ενημέρωσης για την έκταση που πήρε το θέμα, υποστηρίζοντας ότι η φύση της επικοινωνίας ήταν ίδια με αυτή που είχε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ μετά τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου. Ο Πενς άφησε ωστόσο και μια υπόσχεση για το μέλλον: ο Ντόναλντ Τραμπ θα λάβει τις όποιες αποφάσεις του στην εξωτερική πολιτική μετά την ορκωμοσία της 20ής Ιανουαρίου.

Αναλυτές εκτιμούν από την πλευρά τους ότι το τηλεφώνημα του Τραμπ δεν ήταν και τόσο αθώο. Και μπορεί η αιτία να μην ήταν πολιτική, όπως διαβεβαίωσε ο Μάικ Πενς, ήταν όμως επιχειρηματική: «Η Ταϊβάν θα αποκτήσει ρόλο στο κάδρο των σινοαμερικανικών σχέσεων» σημειώνει ο Τζον Χάντσμαν, αμερικανός πρεσβευτής στο Πεκίνο στη διάρκεια της πρώτης θητείας Ομπάμα. «Ως επιχειρηματίας, ο Ντόναλντ Τραμπ αναζητά πηγές αύξησης του πλούτου του σε κάθε του σχέση. Ο πρόεδρος Τραμπ είναι πιθανό να βλέπει την Ταϊβάν κάτω από αυτό το πρίσμα».

Τρικυμία. Ο,τι και να ισχύει, το γεγονός είναι ένα: η «τρικυμία στο ποτήρι» αναστάτωσε ολόκληρη την περιοχή. Πηγές της αμερικανικής κυβέρνησης ανέφεραν ότι εκπρόσωποι πολλών χωρών της Ασίας επικοινώνησαν με τον Λευκό Οίκο προκειμένου να εκφράσουν την ανησυχία τους για την ενέργεια του Ντόναλντ Τραμπ. Οι ίδιες πηγές εξέφραζαν φόβους ότι το επεισόδιο όχι μόνο θα προκαλέσει εντάσεις στα Στενά της Ταϊβάν, αλλά επιπλέον θα υπονομεύσει τις εμπορικές σχέσεις και θα ενισχύσει το Πεκίνο στην ευρύτερη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ο Τραμπ πέρασε στην αντεπίθεση ήδη από το βράδυ της Παρασκευής μέσω του twitter, ένα μέσο που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί πολύ συχνά παρά την εκλογή του: «Είναι ενδιαφέρον ότι οι ΗΠΑ πούλησαν όπλα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν, ενώ εγώ δεν μπορώ να δεχθώ ένα τηλεφώνημα συγχαρητηρίων» έγραψε.

Ποιοι ικανοποιήθηκαν. Το βέβαιο είναι ότι σε πολιτικό επίπεδο η ενέργεια του Τραμπ ικανοποιεί τους σκληροπυρηνικούς των Ρεπουμπλικανών, που βλέπουν στην Ταϊβάν ένα όπλο στον «πόλεμο» με την Κίνα. Ενας από αυτούς είναι ο γερουσιαστής Τομ Κότον, το όνομα του οποίου μάλιστα είχε ακουστεί για το υπουργείο Αμυνας: «Το γεγονός πως ο Ντόναλντ Τραμπ δέχθηκε το τηλεφώνημα επιβεβαιώνει την προσήλωσή μας στη μοναδική δημοκρατία επί κινεζικού εδάφους». Κάποιοι θυμήθηκαν πάντως ότι και ο ρεπουμπλικανός Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε «προβοκάρει» την Κίνα καλώντας μια αντιπροσωπεία της Ταϊβάν στην ορκομωσία του ως 40ού προέδρου των ΗΠΑ. Ενώ τον Μάρτιο του 1996 ο Δημοκρατικός Μπιλ Κλίντον είχε δώσει εντολή να μεταβούν δύο αεροπλανοφόρα στα Στενά της Ταϊβάν μετά την απόφαση της Κίνας να πραγματοποιήσει πυραυλικές δοκιμές στην περιοχή.