Ο Διονύσης Σαββόπουλος έκλεισε τα 72. Το είπε χθες στην αίθουσα όπου παρουσιάζει την πρώτη πρώτη δουλειά του, το «Φορτηγό», που κυκλοφόρησε ως δίσκος του νέου κύματος το 1966.
Ο Σαββόπουλος δεν ανήκε στο νέο κύμα. Αντλησε θέματα από μια μεγάλη παράδοση ποιητών της Θεσσαλονίκης (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου), από πρότυπα λογίων της μουσικής και από την ηττημένη, πλην αξιοπρεπή, δημοκρατική Αριστερά. Εξωστρεφής, αναζήτησε μουσικά πρότυπα στο εξωτερικό –στον Μπρασένς ή τον Ντίλαν. Τον τελευταίο τον ψιλοέκλεψε κιόλας όπως ομολόγησε στη συναυλία του.
Ακούγοντας τον Σαββόπουλο στον Παρνασσό να δίνει σημερινό ήχο στα απλά αλλά όχι πρωτόλεια τραγούδια του τού 1966, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είναι η ενεργός συνείδηση της μεταπολεμικής περιόδου. Διότι τραγουδά συνεχώς για την Ελλάδα. Διότι άρχισε ως αριστερός, αλλά το αίτημά του δεν ήταν τελεολογικό: δεν ταυτίστηκε με όσους υπόσχονταν παραδείσους, δεν διεκδίκησε καμία εξουσία. Διεκδίκησε μόνο τη δημόσια παρέμβαση, σωστή ή λάθος, ειλικρινή ωστόσο και ανήσυχη. Διεκδίκησε την πνευματικότητα σε ένα περιβάλλον που την περιφρόνησε. Η τέχνη του είναι απροσδόκητη, λυρική αλλά και κοινωνικά διεισδυτική. Η ποιητική του έχει ποτίσει την ελληνική γλώσσα. Κι ο ίδιος αλλάζει συνεχώς. Σιχαίνεται τους δογματισμούς, κάνει αυτοκριτική, σαρκάζει, είναι ώριμος, αλλά παραμένει ανήσυχος σαν έφηβος.
Αλλά, κυρίως, είναι νηφάλιος, συμφιλιωτικός, τρυφερός και αυστηρός σαν πατέρας ταυτόχρονα. Αυστηρός ιδίως με τη μετριότητα, με την ήσσονα προσπάθεια, με όσους είναι πίσω από την εποχή τους. Κάποια στιγμή σύγκρινε τον εαυτό του με τα νέα παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά, δημιουργικά (όχι συνδικαλιστικά) την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης. Λυπάται που δεν προλαβαίνει να συντονιστεί με την εποχή μας στο θέμα των γλωσσών, «δεν τα κατάφερα ούτε με το λόουερ», είπε. Και παρέπεμψε στα επιδειξιμανή αγγλικά του Πρωθυπουργού λέγοντας ένα ανέκδοτο: «Ο κύριος Τσίπρας ζήτησε ένα ουίσκι on the rocks χωρίς πάγο». Είναι η χειρότερη μομφή να σε κάνει ανέκδοτο η συνείδηση της εποχής μας.