Ο λαϊκισμός στον δημόσιο λόγο που τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας παίζει τα ρέστα του ξεχειλώνοντας τα όρια της χυδαιότητας, έχει αλλάξει αφήγημα. Ούτε το βασικό του δίπολο καλοί Vs κακών ή ηθικοί Vs διαπλεκομένων έχει κανένα νόημα ούτε το εμφυλιοπολεμικό πατριώτες Vs γερμανοτσολιάδων, από τη στιγμή που τα κόμματα που τον χρησιμοποίησαν ως όχημα για να καταλάβουν την εξουσία εφαρμόζουν πολύ πιο σκληρή οικονομική και ενδοτική στην τρόικα πολιτική. Ο λαϊκισμός όμως είναι το απαραίτητο κάρβουνο για να πάρουν μπρος όλων των ειδών οι ιδεολογίες σε εποχές που η πραγματικότητα τις καταγράφει στα «πίσω ολοταχώς». Ετσι, ο νεολαϊκισμός (δικός μου ο όρος) ανέσυρε άλλη αντίστιξη. Σημαντικοί Vs ασήμαντων, σοβαροί Vs ελαφρολαϊκών, στιβαροί Vs φλούφληδων και φλώρων. Αυτή είναι σήμερα η ρητορική του μίσους.
Είναι κάτι που αποτυπώνεται στο από το πώς χαρακτήρισε ο Ζουράρις όσους πιστεύουν ότι ο Κάστρο ήταν δικτάτορας μέχρι τα παραληρηματικά ποστ του Πολάκη. Αλλα κυρίως στον λόγο των φανερών και κρυφών συριζοτρόλ τα οποία, εγκλωβισμένα στον καθρέφτη των σόσιαλ μίντια, αυταπατώνται ότι βλέπουν τον Καραϊσκάκη ή τον Βελουχιώτη χωρίς να υποψιάζονται ότι το δημόσιο είδωλό τους προσομοιάζει περισσότερο στον Καραγκιόζη. Κυρίως διότι ο περιπαικτικός λόγος τους στερείται επιχειρήματος, πέραν του τεκμηρίου του ναρκισισμού τους. Ετσι το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι μεταξύ ποιητή Φανφάρα και Κώστα Δουζίνα. Το καλό είναι ότι επειδή ο ναρκισσισμός των άλλων ενοχλεί ακόμη και τους ίδιους τους ναρκισσιστές, αυτοί οι τύποι εντοπίζονται γρήγορα και αποβάλλονται, λίγο πιο νωρίς λίγο πιο αργά, σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι.