Το επεισόδιο καταγράφηκε στο εκλογικό τμήμα όπου ψήφιζε ο Ματέο Ρέντσι στη Φλωρεντία: ο ιταλός πρωθυπουργός πλησίασε τη δικαστική αντιπρόσωπο για να διαπιστώσει ότι δεν είχε φέρει μαζί του κανένα αποδεικτικό στοιχείο. «Δεν έχω ταυτότητα, αλλά ελπίζω να με αναγνωρίζετε» της είπε. Ενδεχομένως τίποτε δεν θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα από αυτή τη μικρή αμέλεια ένα γεγονός: ότι ο Ρέντσι πήγε απροετοίμαστος σε μια εκλογική αναμέτρηση από την οποία είχε εξαρτήσει το πολιτικό του μέλλον. Και έχασε.
«Το Οχι κέρδισε απολύτως καθαρά. Αναλαμβάνω την ευθύνη της ήττας. Και λέω στους υποστηρικτές του Ναι ότι έχασα εγώ, όχι εσείς. Στην ιταλική πολιτική δεν χάνει ποτέ κανένας. Εγώ θα πω ότι έχασα. Θα το πω με δυνατή φωνή, ακόμη κι αν έχω έναν κόμπο στον λαιμό. Αύριο το απόγευμα (σ.σ. σήμερα) θα υποβάλω την παραίτησή μου στον πρόεδρο της Δημοκρατίας» θα δήλωνε σχεδόν δυο ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης σε μήνυμά του από το πρωθυπουργικό μέγαρο ανακοινώνοντας το τέλος της πρωθυπουργίας του και κάνοντας έναν μίνι απολογισμό των χιλίων ημερών του στην εξουσία. Με όρους καμπιονάτο, η μπάλα βρίσκεται τώρα στα χέρια του προέδρου της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, ο οποίος και θα σχεδιάσει την επόμενη ημέρα στην ιταλική πολιτική σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση, το σχεδόν 60% που έδιναν χθες τα πρώτα έξιτ πολ στο Οχι ήταν μάλλον φυσιολογική συνέπεια αυτής της έλλειψης προετοιμασίας του Ρέντσι, το μέγεθος της οποίας αποτυπώνεται στις κυβιστήσεις του όχι μετά, αλλά πριν από το δημοψήφισμα: αρχικά ο ιταλός πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι σε περίπτωση που χάσει το δημοψήφισμα θα παραιτηθεί από τη θέση του πρωθυπουργού, στη συνέχεια επιχείρησε να αποδεσμεύσει το αποτέλεσμα από την προσωπική του τύχη, προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας κούνησε και πάλι το λευκό μαντίλι της παραίτησης λέγοντας εμμέσως στους ψηφοφόρους πως έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στον ίδιο και τον εφιάλτη μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών.
Αναποτελεσματικότητα
Ηταν μια στρατηγική του φόβου που αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Οπως αναποτελεσματικές αποδείχθηκαν και οι προειδοποιήσεις, κυρίως του διεθνούς Τύπου, πως το Οχι δεν θα δυναμιτίσει μόνο την πολιτική σταθερότητα της Ιταλίας, αλλά και την εύθραυστη οικονομία της. Οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» έβλεπαν να κλυδωνίζεται το ιταλικό τραπεζικό σύστημα –και οι τριγμοί ενός οικοδομήματος τέτοιου μεγέθους θα ήταν αδύνατον να αφήσουν αλώβητη την ευρωζώνη. Κι έπειτα, ποιες δυνάμεις θα ωφελούνταν από την επικράτηση του Οχι; Μα του λαϊκιστή και αντιευρωπαϊστή Μπέπε Γκρίλο, που σε ανύποπτο χρόνο είχε ζητήσει ακόμη και δημοψήφισμα για την παραμονή της Ιταλίας στο ευρώ.
Οπως αποδείχθηκε, η επιθυμία των ιταλών ψηφοφόρων να τιμωρήσουν την κυβέρνησή τους –ή τουλάχιστον να στείλουν ένα μήνυμα –αποδείχθηκε πιο ισχυρή. Το ίδιο ισχυρό και ένα αίσθημα δυσαρέσκειας απέναντι στην Ευρώπη. Ο ίδιος ο Ρέντσι κράτησε μια μάλλον αμφίθυμη στάση απέναντι στις Βρυξέλλες αυτά τα σχεδόν δύο χρόνια της πρωθυπουργίας του. Ξεκίνησε τη θητεία του με το πνεύμα του καλού μαθητή που, όπως είχε πει και η Ανγκελα Μέρκελ, θα έπρεπε να κάνει τα μαθήματά του στο σπίτι. Προχώρησε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις –όχι πάντως μία τον μήνα που είχε υποσχεθεί –με κορυφαία αυτή της εργασίας.
Διά πυρός και σιδήρου
Η μεταρρύθμιση εκείνη πέρασε διά πυρός και σιδήρου. Και η συνταγματική μεταρρύθμιση θα γινόταν η δεύτερη μεγάλη με την υπογραφή του Ματέο Ρέντσι. Μπορεί και να ήταν έτσι εάν το μοναδικό εμπόδιο ήταν η Βουλή. Από εκεί η μεταρρύθμιση πέρασε. Αλλά μέχρι να στηθούν οι χθεσινές κάλπες για το δημοψήφισμα, ο Ρέντσι είδε να συνασπίζονται απέναντί του όχι μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης –από τον Μπερλουσκόνι και τον Σαβίνι της ξενοφοβικής Λέγκας του Βορρά ώς τον Γκρίλο του Κινήματος των 5 Αστέρων, αλλά και από ένα μέρος της ιταλικής Κεντροαριστεράς. Αρκεί να λάβει υπόψη του κανείς ότι ο Ρομάνο Πρόντι, ιδρυτής της ιταλικής Ελιάς, άλλοτε πρωθυπουργός και πρόεδρος της Κομισιόν, εκφράστηκε υπέρ του Ναι με πολλές υποσημειώσεις και μόλις δυο ημέρες πριν στηθούν οι κάλπες. Ενώ όλα τα άλλα μεγάλα ονόματα του Δημοκρατικού Κόμματος, από τον Μάσιμο Ντ’ Αλέμα έως τον Πιερλουίτζι Μπερσάνι, πάλεψαν μανιωδώς κατά της μεταρρύθμισης. Για να αποτρέψουν την υποτιθέμενη αντιδημοκρατική εκτροπή της Ιταλίας; Μπορεί. Αλλά κυρίως για να ξεφορτωθούν τον Ματέο Ρέντσι, έναν 40άρη κομήτη που δεν προερχόταν καν από την Αριστερά.
Αν ο Ματέο Ρέντσι ποντάριζε στο Ναι, ήταν και από έναν προσωπικό υπολογισμό. Η μεταρρύθμιση που πρότεινε, και σε συνδυασμό με τον εκλογικό νόμο, θα προσέφερε στην Ιταλία αυτό που δεν έχει εδώ και σχεδόν επτά δεκαετίες: σταθερές κυβερνήσεις και ακλόνητους πρωθυπουργούς. Ο φύσει αισιόδοξος Ρέντσι υπολόγιζε ότι η μικρή διαφορά που τον χωρίζει από τον Γκρίλο στις δημοσκοπήσεις θα καλυπτόταν από την ανάκαμψη της ιταλικής οικονομίας. Σε δυο χρόνια, που είναι κανονικά προγραμματισμένες οι εκλογές, θα ήταν έτοιμος να κερδίσει. Μόνος του; Οχι ακριβώς. Αυτό που χρειαζόταν ήταν η βοήθεια της Ευρώπης. Κι αυτή η βοήθεια δεν μπορούσε να προσφερθεί παρά μόνο με χαλάρωμα του χαλιναριού από τις Βρυξέλλες.
Μπρα ντε φερ
Θα ήταν ένα κεϊνσιανό μοντέλο α λα ιταλικά. Αλλά δεν έπεισε την Κομισιόν. Κι από εκείνη τη στιγμή άρχισε ένα μπρα ντε φερ ανάμεσα στις δυο πλευρές, ή μάλλον ανάμεσα στον Ματέο Ρέντσι από τη μία πλευρά και πότε τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή άλλοτε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από την άλλη. Αυτό που ζητούσε στην ουσία ο ιταλός πρωθυπουργός ήταν μια χαλάρωση του στόχου της μείωσης του ελλείμματος κατά 0,1%. Το επιχείρημα ήταν ότι η Ιταλία είχε βρεθεί αντιμέτωπη τον τελευταίο χρόνο με δυο μείζονα προβλήματα: την προσφυγική κρίση και τους καταστροφικούς σεισμούς. Επεσε σε τοίχο. Κι όσο περισσότερο συγκρουόταν με την άρνηση, τόσο ανέβαζε τους τόνους ελπίζοντας προφανώς να εκτιμήσει η ιταλική κοινή γνώμη τη μαχητική του στάση.
Πιθανότατα η κλιμάκωση φάνηκε στους ιταλούς πολίτες περισσότερο τεχνητή παρά ουσιαστική. Οπως έχει αποδειχθεί εξάλλου, οι ψηφοφόροι προτιμούν συνήθως το αυθεντικό. Και το αυθεντικό σε αυτήν την περίπτωση είναι ο Μπέπε Γκρίλο που, κάπως παραδόξως, δήλωσε λίγες ώρες πριν κλείσουν οι κάλπες ότι ακόμη και η ήττα θα του έδινε δύναμη. Ηταν μάλλον μια ευγενής στάση δεδομένης της βιαιότητας της προεκλογικής εκστρατείας. Το πολεμικό κλίμα πάντως έφερε κόσμο στις κάλπες: το σχεδόν 60% της συμμετοχής είναι ένα ποσοστό που η Ιταλία είχε να δει καιρό. Πιστοποιεί επίσης ότι το πραγματικό διακύβευμα ξεπέρασε το ερώτημα του δημοψήφισματος. Με άλλα λόγια, δεν πήγαν τόσοι πολλοί Ιταλοί να ψηφίσουν για να πουν εάν η Γερουσία τους πρέπει να έχει λιγότερα μέλη ή εάν οι περιφέρειες πρέπει να μεταφέρουν κάποιες από τις αρμοδιότητές τους στο κράτος. Αλλά από ποιον και πώς θέλουν να κυβερνηθεί η χώρα τους.