Αυτές οι αυστριακές προεδρικές εκλογές, σχολιάζει στη «Moντ» ο Φιλίπ Ρικάρ, διενεργήθηκαν με φόντο ένα διεθνές πλαίσιο ιδιαίτερα ευνοϊκό στις λαϊκιστικές και ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις που θα μπορούσε, πράγματι, να αποβεί προς όφελος του FPÖ και του υποψηφίου του. Ο Νόρμπερτ Χόφερ, ωστόσο, δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη νίκη του Brexit, αφού ο τρόπος με τον οποίο θα βγει η Βρετανία από την ΕΕ παραμένει ακαθόριστος. Οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καν αρχίσει και η προοπτική ενός αντίστοιχου Öxit (μιας εξόδου της Αυστρίας από την ΕΕ) ενδεχομένως να προβλημάτισε ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος.

Η αυστριακή κοινή γνώμη γνωρίζει καλά, σε πείσμα του ισχυρού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος, πως η χώρα οφελήθηκε από την ένταξή της στην ΕΕ το 1995, κατόπιν της διεύρυνσης στους γείτονές της της Κεντρικής Ευρώπης το 2004. Τα γεγονότα αυτά της επέτρεψαν να ξαναβρεί τη θέση της στις συναλλαγές μεταξύ ευρωπαϊκής Ανατολής και Δύσης.

Οπως και πολλοί ευρωπαίοι ακροδεξιοί ομόλογοί του, ο Χόφερ καλλιεργούσε μια κάποια εγγύτητα με τον Ντόναλντ Τραμπ, η εκλογή του οποίου εντούτοις κρίνεται ως ανησυχητική από ένα τμήμα του αυστριακού εκλογικού σώματος.

Οι ψηφοφόροι αυτοί ενδεχομένως να αφυπνίστηκαν και να κινητοποιήθηκαν προκειμένου να προστατεύσουν τη διεθνή υπόληψη της Αυστρίας, παίζοντας παράλληλα το χαρτί μιας σχετικής σταθερότητας.

Η ΨΗΦΟΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ. Η ήττα του Νόρμπερτ Χόφερ αποτελεί μια σοβαρή οπισθοδρόμηση για την αυστριακή Ακροδεξιά και προσφέρει κάποια ανακούφιση στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Συντηρητικούς, που μοιράζονταν εδώ και δεκαετίες την εξουσία και τους θώκους, αλλά δείχνουν πλέον ξέπνοοι.

Είναι προφανές, σημειώνει ο Φιλίπ Ροκάρ, πως, και στην Αυστρία, η Ακροδεξιά προσκρούει ακόμη σε ένα «γυάλινο ταβάνι» που την εμποδίζει να πάρει την πλειοψηφία, παρά τη σημαντική άνοδο που καταγράφει λόγω μιας ισχυρής ψήφου διαμαρτυρίας από την πλευρά εκείνων που νιώθουν εγκαταλελειμμένοι, είτε αυτό ισχύει είτε απλώς θεωρούν πως ισχύει.