Είναι χωρίς αμφιβολία πλέον ένα από τα πολλά υποσχόμενα πρόσωπα στον κόσμο της βρετανικής τέχνης αλλά πιθανότατα και της παγκόσμιας. Κατάφερε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα να δει το όνομά της στις εφημερίδες δύο φορές καθώς κέρδισε ισάριθμα εικαστικά βραβεία. Κι αν πολλοί τη θεωρούσαν αουτσάιντερ για την πιο σημαντική, αν και αμφιλεγόμενη, διάκριση (η οποία παρότι βρετανική έχει παγκόσμια απήχηση), το βραβείο Τέρνερ, τελικά η Ελεν Μάρτεν κατάφερε να φύγει από την Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου με το έπαθλο των 25.000 στερλινών. «Εν μέρει δεν ήθελα να κερδίσω» έλεγε η 31χρονη καλλιτέχνις αμέσως μετά την απονομή δηλώνοντας μουδιασμένη καθώς δεν απολαμβάνει, όπως εξηγούσε, την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία «μπορεί να αποδειχθεί ανθυγιεινή και δύσκολη για τους ανθρώπους που αφορά».
Μπατονέτες, αλυσίδες ποδηλάτου, κοχύλια, αβγά, πέτσες ψαριών και κιμωλίες μπιλιάρδου ήταν, μεταξύ άλλων, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποίησε η γεννημένη στο Μάκλσφιλντ δημιουργός για την έκθεση των υποψηφίων του πολυπόθητου βραβείου, το οποίο τα τελευταία 32 χρόνια έχουν κατακτήσει μεταξύ των άλλων ο Ντέμιαν Χερστ και ο Κρις Οφίλι, ο Τόνι Κραγκ και ο Ανίς Καπούρ.
Το αποτέλεσμα «εντυπωσίασε τους κριτές με την πολυπλοκότητά του, τα ανόμοια υλικά και τις τεχνικές αλλά και με το πώς αυτό συνδέεται με τον κόσμο. Μοιάζει με εμπειρία του κόσμου σε πραγματικό χρόνο, αντανακλά έναν σύνθετο κόσμο που δεν μπορεί να εκφραστεί με μια δήλωση ή ένα τσιτάτο» σύμφωνα με τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής και διευθυντή του μουσείου Τέιτ Μπρίτεν, Αλεξ Φαρκούχαρσον.
«Βαρεμάρα μέχρι θανάτου»
Κι ενώ η Ελεν Μάρτεν μπορεί να θεωρεί και δικαίως ότι η πορεία της είναι σταθερά ανοδική με δυο βραβεία, με παρουσία στην Μπιενάλε της Βενετίας, ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη και προσφάτως σε μια από τις γκαλερί που κινούν παγκοσμίως τα νήματα της τέχνης, τη Σέρπενταϊν στο Λονδίνο, οι αντιδράσεις για την απονομή έχουν ξεκινήσει. Ουσιαστικά, όμως, αποτελούν απόηχο εκείνων που είχαν ξεκινήσει προ καιρού με την κοινή γνώμη να είναι διχασμένη, καθώς ορισμένοι θεωρούσαν ότι τα έργα των φετινών υποψηφίων είχαν έντονο πολιτικό χαρακτήρα κι άλλοι ότι είναι εντελώς απολιτίκ.
Η αντι-εννοιολογική καλλιτεχνική ομάδα που σταθερά διαμαρτύρεται κατά της απονομής του βραβείου από το 2000, οι Στάκιστς, φέτος χαρακτήρισε την έκθεση ασυγχώρητα ανιαρή. «Είναι φρικτό αθώα θύματα που περιμένουν να δουν απαιτητική τέχνη να καταλήγουν να βαριούνται μέχρι θανάτου» δηλώνουν. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πτοούν τους διοργανωτές, ωστόσο, καθώς θεωρούν τη δημιουργία αντιπαραθέσεων κλειδί για τη σημασία της σύγχρονης τέχνης και για τον λόγο αυτόν φέτος επέτρεψαν στο κοινό να φωτογραφίζει και να βιντεοσκοπεί τα έργα –κάτι που δεν επιτρεπόταν στο παρελθόν -, ενώ δημιούργησαν χώρους ανάπαυσης έξω από τον εκθεσιακό χώρο δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για συζητήσεις και διαφωνίες.