Μετά τον Ολάντ, πάει κι ο Ρέντσι. Τον πρώτο τον έδιωξαν οι δημοσκοπήσεις –που «πέφτουν έξω» και «δεν πρέπει να πιστεύουμε»…
Τον δεύτερο ένα δημοψήφισμα για μπερδεμένα θεσμικά ζητήματα που θα μπορούσε και να μη γίνει. Την ίδια κουταμάρα είχε κάνει ο Ντέιβιντ Κάμερον με το Brexit. Out!
Πράγμα που σημαίνει ότι Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά έχουν τελικά την ίδια έφεση στην μπιπ.
Ετσι την πάτησαν πάνω – κάτω ο Ντε Γκολ το 1969 και ο Σιράκ το 2005. Στο τσακ τη γλίτωσε ο Μιτεράν το 1992 με το Μάαστριχτ –και σοφά ποιών ουδέποτε πραγματοποίησε το δημοψήφισμα για συνταγματικά θέματα που είχε εξαγγείλει το 1991…
Ο Σιράκ ομολόγησε πως «ήταν λάθος που δεν κατάλαβα ότι σε ένα δημοψήφισμα ο κόσμος δεν απαντά στο ερώτημα αλλά σε εκείνον που το θέτει».
Και κάπως έτσι, νομίζω, μας τελειώσανε τα δημοψηφίσματα στην Ευρώπη για το ορατό μέλλον. Μόνο πολιτικά παράφρονες θα τα αποτολμούν.
Διότι τελικά σε ένα δημοψήφισμα δεν μετράει μόνο το αποτέλεσμα αλλά και ποιος το κάνει. Δεν έχουν όλοι την πολυτέλεια να αντέχουν εκείνο που θα ψηφίσουν –κάτι ξέρει κι ο δικός μας που κέρδισε ένα δημοψήφισμα κι είδε κι έπαθε μετά να σηκωθεί από την κωλοτούμπα…
Οι Ιρλανδοί, για παράδειγμα, έχουν το ρεκόρ να ψηφίζουν και μετά να ξαναψηφίζουν έως ότου βγάλουν το αντίθετο.
Θα ήταν λάθος όμως να πούμε ότι δεν τρέχει τίποτα στην Ευρώπη. Τρέχει!
Απλώς σε ένα ομολογημένο πρόβλημα προσφέρονται λάθος λύσεις. Η λύση στην επέλαση του λαϊκισμού δεν είναι να γίνουμε όλοι περισσότερο λαϊκιστές. Ούτε να υιοθετήσουμε τους αφορισμούς και τις συνταγές του.
Διότι αν το ματσάκι Ρέντσι – Γκρίλο (για να δανειστώ ένα παράδειγμα…) το γυρίσει στο καρναβάλι, τότε είναι βέβαιο ότι ο Γκρίλο θα υπερισχύσει.
Μπορεί να είναι και οι δύο κλόουν αλλά ο Γκρίλο είναι κλόουν εξ επαγγέλματος και μάλιστα επιτυχημένος.
Αν λοιπόν το παιχνίδι μείνει στο ίδιο γήπεδο κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη Λεπέν, τον Ορμπαν, τον Φάρατζ ή τον Τσίπρα. Αν αναμετρηθούμε στις κατάρες για το σύστημα, τις ελίτ, τις ολιγαρχίες και στο κλάμα για τον προδομένο λαό, τότε είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει ο αυθεντικός λαϊκιστής, όχι ο ιμιτασιόν.
Καλύτερη απόδειξη είναι η κατάρρευση του Τσίπρα μόλις αναγκάστηκε να αλλάξει γήπεδο.
Απλώς κι επειδή ουδέποτε τον έσκιαξε το γελοίο, την Τετάρτη καταγγέλλει τους «δυνάστες» στην Αβάνα και τη Δευτέρα στο Μαξίμου κάνει ρεβεράντζες στον «δυνάστη» Σταϊνμάγερ.