Ο προσδιορισμός «οικονομική» δίπλα στο «κρίση» είναι προ πολλού παραπλανητικός. Ο δημοσιονομικός παγετός είναι η μία μόνο όψη της κρίσης, που έχει συμπαρασύρει σε παρακμή όλους τους τομείς του κοινωνικού κράτους. Από αυτή την άποψη, τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας PISA (Programme for International Student Assessment) που διενεργεί ο ΟΟΣΑ δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη.
Οι χαμηλές επιδόσεις των ελλήνων μαθητών επιβεβαιώνουν απλώς την ορατή αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να εξελιχθεί. Πρόκειται για χρόνιες υστερήσεις που δεν μπορούν βέβαια να καταλογιστούν μόνο στην παρούσα κυβέρνηση.
Ωστόσο, επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν έχουμε μόνο αδυναμία προόδου. Εχουμε και επιθετική οπισθοδρόμηση, όπως με την αντιμεταρρύθμιση που επανέφερε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα στο προηγούμενο καθεστώς διοίκησης.
Σε έναν τομέα όπου οι νομοθετικές αλλαγές θέλουν πολύ χρόνο για να σχεδιαστούν και ακόμη περισσότερο για να αποδώσουν, η εκπαιδευτική πολιτική εξαντλείται είτε σε διαμάχες «εκτός θέματος», όπως αυτή για το μάθημα των Θρησκευτικών, είτε σε πελατειακές διευθετήσεις, όπως η νομοθετική πρωτοβουλία για το καθεστώς των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά σχολεία.
Ισως το πιο ενδεικτικό είναι ότι, προτού καν στεγνώσει το μελάνι του, το υπουργείο Παιδείας βάζει στο συρτάρι το σχέδιο «μεταρρύθμισης» της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που το ίδιο είχε εκπονήσει, επειδή δεν τυγχάνει της έγκρισης της νέας ηγεσίας. Εξαιτίας αυτών των καθηλώσεων, τα εκπαιδευτικά έχουν καταλήξει μέρος της μνημονιακής ύλης. Μέρος του έξωθεν καταναγκασμού για ένα πολιτικό σύστημα διαχρονικά αδύναμο να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις χωρίς έτοιμες εργαλειοθήκες.