Η οικειοθελής απόσυρση του Φρανσουά Ολάντ σφραγίζει μια πολιτική αποτυχία. Που ξεπερνά τα γαλλικά σύνορα κι εντάσσεται στην τάση υποχώρησης της σοβαρής πολιτικής σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης –δραματικότερη όταν πλήττει τις τελευταίες ελπίδες της Κεντροαριστεράς.
Αν έπρεπε με μια φράση να περιγραφεί η θητεία του αποχωρούντος, θα λέγαμε ότι τα πήγε χειρότερα στις εντυπώσεις από ό,τι στην ουσία, όμως στάθηκε κατώτερος των περιστάσεων και στα δύο επίπεδα. Ο απολογισμός της πενταετίας του δεν είναι αμελητέος, δεν έδωσε όμως το κάτι παραπάνω που τόσο είχε ανάγκη η Γαλλία, μετά τον Σαρκοζί, και η Ευρώπη, μέσα στην κρίση.
Οριακή βελτίωση στα οικονομικά της χώρας του: αναιμική ανάπτυξη, μη συγκράτηση των ελλειμμάτων κάτω από το 3% αλλά καλύτερες επιδόσεις από την προηγούμενη περίοδο, όχι ιδιαίτερα τολμηρή αλλά υπαρκτή ασφαλιστική μεταρρύθμιση, περισσότεροι φόροι για τους πολίτες και λιγότεροι για τις επιχειρήσεις, ελαφρά μείωση της ανεργίας προς το τέλος της θητείας αλλά σχεδόν 4 εκατομμύρια εκτός αγοράς εργασίας. Μεμονωμένες –διόλου ασήμαντες –μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό πεδίο αλλά όχι αλλαγή παραδείγματος: υιοθέτηση (όπως και από τον Ρέντσι) γάμου για όλους παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων, ρύθμιση ευθανασίας, ουσιαστική συμμετοχή των συνδικάτων στον κοινωνικό διάλογο αλλά αποτυχημένη σχολική μεταρρύθμιση, αμφιλεγόμενο «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» υπέρ των επιχειρήσεων και, ιδίως, πολιτικά αδέξια αλλαγή στα εργασιακά και αυτοκτονική επιμονή στην αφαίρεση της υπηκοότητας από γάλλους πολίτες ως μέτρο αντιμετώπισης της τρομοκρατικής απειλής. Μιας απειλής που σφράγισε με εντελώς αναπάντεχο τρόπο τη θητεία του Ολάντ.
Στην εξωτερική πολιτική και στην ευρωπαϊκή σκηνή ο απερχόμενος πρόεδρος φάνηκε περισσότερο στο μέτωπο των επιχειρήσεων (Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, χτυπήματα κατά του Ισλαμικού Κράτους, ετοιμασία χτυπήματος στη Συρία, που «αδειάστηκε» από τον Ομπάμα), παρά εκεί όπου αναμενόταν και χρειαζόταν: στην εξισορρόπηση της πρωτοκαθεδρίας της Γερμανίας κατά του δόγματος της λιτότητας και της εξάπλωσης των κάθε λογής εθνικισμών και λαϊκισμών. Μένει ως μέγιστο βήμα η κεντρική συμμετοχή στην επιτυχή διοργάνωση της Παγκόσμιας Διάσκεψης για το Κλίμα στο Παρίσι. Ευπροσήγορος αλλά χωρίς το απαιτούμενο βάρος, ο Ολάντ δεν κατάφερε, κατά τα άλλα, να σταματήσει τη διεθνή υποχώρηση τής πάντα μεγάλης αλλά όλο και λιγότερο ισχυρής χώρας του.
Σε τελική ανάλυση, όλα παίχτηκαν στην προσωπικότητα παρά στις επιμέρους επιλογές. Ο Ολάντ έδειξε ότι, μολονότι είχε αρκετά ανθρώπινα και πολιτικά προσόντα, του έλειπε το ανάστημα. «Κανονικός» καθ’ υπέρβαση (η μανία των εκμυστηρεύσεων στον Τύπο τον αποτέλειωσε), δεν κατάφερε να ενσαρκώσει το αξίωμά του και τη σημασία του. Ενστικτωδώς σοσιαλδημοκράτης, υπέταξε την τόλμη των αρχών στη γοητεία των τακτικισμών. Πικρά για όλους, ο πιο πετυχημένος χαρακτηρισμός για τον Ολάντ ήταν η σύγκρισή του με έναν πρώην έλληνα πρωθυπουργό. Οι καλές προθέσεις και των δύο δεν έφτασαν για να σώσουν την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ισως μάλιστα τής έδωσαν τη χαριστική βολή.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος