Σε σένα μιλάω. Στον γιο της καλύτερής μου φίλης. Στα 19 ήσουν τότε. Πρώτο έτος Πανεπιστημίου. Στην ηλικία που όλα σου τα πλούτη είναι τα όνειρά σου. Και όταν δολοφόνησαν τον Αλέξη, ήταν σαν να δολοφόνησαν τα όνειρά σου. Και βγήκες στους δρόμους. Και καλά έκανες. Μόνο όταν άρχισαν οι φωτιές η μάνα σου άρχισε να ανησυχεί. «Παιδί του Πολυτεχνείου», εκείνη σε έμαθε τότε να βάζεις βαζελίνη κάτω από τα μάτια σου για να μη σε πιάνουν τα δακρυγόνα. «Εμείς σταθήκαμε απέναντι σε μια χούντα, αλλά δεν κάψαμε ούτε ένα δέντρο» σου έλεγε. Εσύ όμως την απαξίωνες με εκείνο το ατιμωτικό «εσείς φταίτε για όλα». Και έτσι κάηκαν πάνω από 400 επιχειρήσεις στην Αθήνα. Μικρομάγαζα οι περισσότερες. Και κάποιες δεν ξανάνοιξαν ποτέ.
Αχ και να ‘ξερες πώς εκμεταλλεύτηκαν τότε τη νεανική σου οργή. Τι παρακρατικά σχέδια επενδύθηκαν στο πάθος σου να αλλάξεις τον κόσμο. Πώς σε χρησιμοποίησαν για να μας εξοικειώσουν με τους εμπρησμούς και τους ανθρώπους-προσανάμματα. Προσάναμμα σε έκαναν άλλωστε κι εσένα ώστε να φουντώσει ένας παραληρηματικός λόγος οργής κατά πάντων. Αυτός που αργότερα εξαργυρώθηκε κάνοντας συγκυβερνήτες ακροδεξιούς ντυμένους κομάντος και βάζοντας στη Βουλή ναζιστές. Τότε νόμιζες ότι γράφεις Ιστορία. Ισως πια κατάλαβες ότι η Ιστορία δεν γράφεται στους δρόμους. Σημειώσεις κρατάει για να γράψει ερήμην μας τα επόμενα κεφάλαια. Τώρα ζεις στο Λονδίνο αφού μόνο εκεί βρήκες δουλειά. Κι εδώ η μάνα σου να στενοχωριέται για σένα και χθες να τρέχει να αφήσει ένα λουλούδι για τον Αλέξη, πρωί πρωί, πριν αρχίσουν τα μπάχαλα. Στα 63 της πια κουράστηκε κι εκείνη.