Ο Κώστας Φιλίππογλου διάβασε το «Μαύρο χιόνι» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ το 1999 στο Παρίσι, την εποχή που συμμετείχε σε θεατρικό workshop με τον Πίτερ Μπρουκ. Ηταν η θεατρολόγος Δήμητρα Κονδυλάκη εκείνη που του το πρότεινε και τώρα οι δυο τους συνεργάζονται στη διασκευή του και στη μεταγραφή για τη σκηνή του θεάτρου Πόρτα. «Ο Μπουλγκάκοφ μού άρεσε πάντα, είχα διαβάσει το “Μετρ και Μαργαρίτα”, ωστόσο το “Μαύρο χιόνι” δεν το γνώριζα» λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου για την παράσταση που σκηνοθετεί αυτή την περίοδο. «Είναι ένα γοητευτικό έργο για έναν ηθοποιό, αποκαλύπτει πολλά στοιχεία για το θέατρο και το πώς στηνόταν. Ο Μπουλγκάκοφ είχε δουλέψει με τον Στανισλάφσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί ψευδώνυμα, αφού το έργο είναι αυτοβιογραφικό. Αυτός γίνεται Μαξούντοφ και ο Στανισλάφσκι είναι ο Βασιλίεβιτς, τον οποίο και ερμηνεύω. Βάζει λοιπόν έναν συγγραφέα (τον εαυτό του) μέσα στα γρανάζια του Θεάτρου Τέχνης επί Στάλιν και είναι σαν να βάζει οποιονδήποτε πολίτη μέσα στα γρανάζια ενός συστήματος. Εδώ βλέπεις τα αδιέξοδα, τις ελπίδες που έχεις και πρέπει ή να αναθεωρήσεις ή να κάνεις μεγάλους συμβιβασμούς».

Με τη διεισδυτική του γραφή, ο συγγραφέας επιλέγει το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας όχι στο ξεκίνημά του –επί Τσέχοφ -, αλλά την περίοδο 1930-35, όταν η Σοβιετική Ενωση του Στάλιν επιχειρεί να διαμορφώσει τον θεατρικό της χαρακτήρα. Από τη διαμάχη των Στανισλάφσκι και Νεμίροβιτς – Ντατσένκο και τον άρρητο εμφύλιο στο εσωτερικό του ώς τον παραλογισμό της τυπολατρίας και της γραφειοκρατίας που επικρατούσε στο θέατρο κατ’ εικόνα του καθεστώτος. «Κάτι άλλο που με γοήτευσε είναι ότι σε αυτό το μυθιστόρημα δεν υπάρχει τέλος» συνεχίζει ο σκηνοθέτης. «Τελειώνει με μια παράγραφο και νομίζεις ότι θα συνεχίσει, αλλά βάζει τελεία ή μάλλον αποσιωπητικά. Αυτό το έργο το έγραφε παράλληλα με το “Μετρ και Μαργαρίτα”, αλλά έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Αν και ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλύπτει τι θα γίνει στο τέλος, λείπουν κάποια κομμάτια από το παζλ, τα οποία ως σκηνοθέτης θέλεις να συνθέσεις. Εκεί εμφανίζεται ο Σέρλοκ Χολμς του καλλιτέχνη. Προσπαθώντας να συνθέσεις αυτό το μυστήριο, συνειδητοποιείς ότι δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες. Η ζωή του συγγραφέα είναι προδιαγεγραμμένη και εκεί που πάει να γίνει το θαύμα, του τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια. Συμβαίνουν όλα όπως στα όνειρά μας, δύσκολα και εύκολα. Τα κομμάτια που λείπουν απλώς συνεχίζουν αυτό το παζλ της αέναης προσπάθειας να υπάρξεις μέσα στα γρανάζια ενός μηχανισμού, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε συνθλίψει».

Ο ίδιος εξηγεί και τους λόγους που επέλεξε το ανέβασμα στο θέατρο Πόρτα. «Ηθελα να κάνω δουλειά σε αυτό το θέατρο, γιατί έχει τον χαρακτήρα κολεκτίβας και μου αρέσει που οι καλλιτέχνες μπαίνουν μέσα στη διαδικασία, ρισκάρουν τον προσωπικό τους χρόνο. Οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ είναι χαρούμενοι στο τέλος και υπάρχει ένα ωραίο κλίμα. Δεν υπάρχει ο παραγωγός, δηλαδή εκείνος που θα πάρει τις τελικές αποφάσεις, θα σε δεσμεύσει και θα σε πνίξει. Εδώ τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά και αυτό πιθανώς με έκανε να θέλω να κάνω αυτό το έργο εδώ. Οταν το πρότεινα στον Θωμά Μοσχόπουλο, μου είπε ότι το σκεφτόταν και εκείνος και ξαφνικά ταίριαξε πολύ, αφού εκείνος σκηνοθετεί Κάφκα και η Σοφία Πάσχου θα ανεβάσει Γκόγκολ».

Γιατί τώρα. «Το είχα πάντα μέσα στο μυαλό μου, από το 2010, οπότε επέστρεψα στην Ελλάδα. Πέρυσι μου κόλλησε και είπα ότι πρέπει να γίνει. Αφενός δεν έχουμε φαινομενικά καμία ομοιότατα με τη Σοβιετική Ενωση του 1935, αφετέρου οι συμβιβασμοί που εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει να κάνουμε το 2016-2017 μοιάζουν με εκείνους που έπρεπε να κάνουν το 1935 μέσα σε ένα σταλινικό καθεστώς. Δεν έχουμε λογοκρισία, αλλά πρέπει να λογοκρίνουμε κάπως τον εαυτό μας, γιατί αυτό μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους που θα μας δώσουν χρήματα να ανεβάσουμε την παράσταση. Δεν είναι φυσικά το ίδιο, γιατί δεν σε περιμένει η εξορία αλλά μια άλλου είδους εξορία, η καλλιτεχνική. Επίσης βλέπουμε έναν καλλιτέχνη να προσπαθεί να συμβιβαστεί με διάφορες συνθήκες που του επιβάλλονται και συνήθως ξεκινάνε όλα από το οικονομικό. Για να επιβιώσουμε, αφήνουμε πίσω λίγο το καλλιτεχνικό μας όραμα, οι σκηνοθέτες, οι δημιουργοί, οι συγγραφείς. Θέλω να πω ότι όλοι μας ζούμε μέσα σε αυτήν τη δυσκολία και κάνουμε αρκετούς συμβιβασμούς, σε όλα τα επίπεδα».

Μαύρη κωμωδία. Ο Κώστας Φιλίππογλου χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του σωματικού θεάτρου για να δημιουργήσει μια ποιητική παράσταση με πηγαίο χιούμορ και κινηματογραφικές εναλλαγές εικόνων. «Ολα γίνονται με έναν καταιγιστικό ρυθμό και απίστευτο αυτοσαρκασμό. Το έργο είναι κωμωδία, νομίζει κανείς ότι είναι καφκικό, αλλά λες τελικά ότι είναι Γκόγκολ, είναι φάρσα σε αρκετά σημεία. Και πίκρα βεβαίως, είναι σαν μαύρη κωμωδία. Ξέρουμε από την πρώτη στιγμή ότι ο ήρωας έχει αυτοκτονήσει –διαβάζουμε το ημερολόγιο ενός μακαρίτη που ονομάζεται “Μαύρο χιόνι” και περιγράφει τη ζωή του από τη στιγμή που άρχισε να γράφει ένα μυθιστόρημα και μετά το πήραν στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας να το κάνουν θεατρικό, μέχρι που φουντάρισε από μια γέφυρα. Ολα αυτά γίνονται με έναν απίστευτα αστείο τρόπο».

INFO

«Μαύρο Χιόνι – το ημερολόγιο ενός μακαρίτη», βασισμένο στο αυτοβιογραφικό θεατρικό μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Σκηνοθεσία: Κώστας Φιλίππογλου. Μουσική: Lost Bodies. Παίζουν: Εύα Αγγελοπούλου, Γιάννης Γιαννούλης, Τάσος Δημητρόπουλος, Δημήτρης Δρόσος, Εύα Οικονόμου Βαμβακά, Γιάννης Στεφόπουλος και Κώστας Φιλίππογλου. Στο Θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59, τηλ. 210-7711.333) κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15, Τετάρτη (λαϊκή απογευματινή) στις 20.00, Κυριακή στις 18.30.