To δίδυμο ΔΝΤ – Γερμανίας, οι δύο «ελέφαντες», όπως τους αισθάνεται ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν φράξει για τα καλά τον δρόμο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης το προσεχές διάστημα.
Το κακό είναι ότι έτσι φράζει και ο δρόμος για τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο η κυβέρνηση έχει επενδύσει πολλά, για την επιστροφή της οικονομίας στην ομαλότητα και στην ανάπτυξη.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών επιστρέφουν την ερχόμενη εβδομάδα με χαμηλές προσδοκίες, όπως πηγές αφήνουν να διαρρέει από τους κόλπους τους. Κανένας δεν περιμένει συμφωνία ώς τα Χριστούγεννα, αλλά μια απλή προώθηση των θεμάτων της ατζέντας. Από τη στιγμή που μένει σε εκκρεμότητα το τι θα γίνει με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, η αξιολόγηση δεν μπορεί να κλείσει. Ο Ιανουάριος, ίσως και ο Φεβρουάριος, αναφέρεται ως πιθανός ορίζοντας, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αντίθετα, όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά.
Σενάρια που ξεκινούν από την προοπτική υποχώρησης της κυβέρνησης και λήψης κάποιων, έστω, πρόσθετων μέτρων και φτάνουν ώς τη μη επιστροφή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, παρά τις υποσχέσεις και την παραμονή του σε ρόλο τεχνικού συμβούλου.
Κανένα από αυτά τα σενάρια πάντως δεν θα ολοκληρωθεί εύκολα και χωρίς πολιτική διαπραγμάτευση και κορύφωση του δράματος, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά πηγές των δανειστών. Και κανένα δεν μπορεί να αποκλείσει τη δρομολόγηση πολιτικών εξελίξεων. Αλλά ακόμη δεν βρισκόμαστε εκεί.
To Eurogroup της περασμένης Δευτέρας πήρε μια απόφαση που ουσιαστικά ανακυκλώνει το πρόβλημα της συμμετοχής του ΔΝΤ, όπως έγινε και τον περασμένο Μάιο. Με υπαγόρευση Σόιμπλε, δεν έδωσε τίποτα περισσότερο από βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ικανοποιεί το Ταμείο, γιατί δεν καθιστά το χρέος βιώσιμο. Ετσι το Ταμείο επανέλαβε κι αυτό την υπόσχεση του Μαΐου, ότι θα εξετάσει θετικά την επιστροφή του στο πρόγραμμα, αλλά στην πράξη έστειλε τον λογαριασμό στην Αθήνα.
Οπως εξήγησαν κατ’ επανάληψιν οι εκπρόσωποί του, αμέσως μετά το Eurogroup αλλά και στη συνέντευξη Τύπου την Πέμπτη, το Ταμείο θα προτιμούσε χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ, τα οποία και επιτυγχάνονται με τα υφιστάμενα μέτρα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε παράλληλα μείωση του χρέους για να είναι αυτό βιώσιμο. Από τη στιγμή που η μείωση δεν έγινε και η Ευρώπη με την Ελλάδα συμφώνησαν να διατηρήσουν τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ για τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα πρέπει να υπάρχουν πειστικά μέτρα που θα επιβεβαιώνουν ότι ο στόχος θα πιαστεί. Κατά το ΔΝΤ, επομένως, θα χρειαστούν μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 4,2 δισ. ευρώ. Αυτός ο λογαριασμός ήρθε στην Αθήνα τη Δευτέρα το βράδυ.
Ομως, κανένας δεν είναι προς το παρόν διατεθειμένος να τον παραλάβει.
Η κυβέρνηση, διά στόματος αξιωματούχου της, έχει τονίσει πριν από μία εβδομάδα ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να πάρει τέτοια μέτρα. Αλλά και στην Ευρώπη συμφωνούν ότι το κενό που χωρίζει τις δύο πλευρές σε ό,τι αφορά το 2018 δεν είναι μεγάλο. Πώς επομένως θα μπορούσε η Ευρώπη να ζητήσει ξαφνικά από την Αθήνα να πάρει μέτρα 4,2 δισ. ευρώ; Θα ήταν ασυνεπές σε σχέση με όσα έλεγε ώς τώρα.
Ο συμβιβασμός και το κοινωνικό μέρισμα
Η Ευρώπη είναι, βεβαίως, παραδοσιακά το θέατρο των μεγάλων συμβιβασμών. Στην αρχή όλα ξεκινούν με αγεφύρωτες διαφορές και στο τέλος καταλήγουν κάπου στη μέση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το χάσμα είναι τεράστιο. Ο Τσακαλώτος μιλάει για μέτρα 150 εκατ. ευρώ για το 2018 και το ΔΝΤ για 4,2 δισ. ευρώ.
Θα μπορούσαν να συναντηθούν κάπου στη μέση, δηλαδή σε μέτρα περίπου 2 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ; Ακόμη κι αυτό δείχνει πολύ δύσκολο.
Ωστόσο, πηγές υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, γιατί είναι φανερό ότι δεν μπήκε σε όλο αυτόν τον κόπο για να τα σπάσει με τους δανειστές, αλλά για να τα βρει.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσουν οι πηγές και το κοινωνικό μέρισμα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση την Πέμπτη, θέλοντας να εξισορροπήσει προκαταβολικά τα επώδυνα μέτρα που θα πάρει.
Η Ευρώπη πάντως εξέφρασε χθες ενστάσεις για την απόφαση Τσίπρα. Η εκπρόσωπος Τύπου Ανίκα Μπράιτχαρτ σημείωσε ότι αναγνωρίζει τη δέσμευση του Πρωθυπουργού να παραμείνει πιστός στους στόχους του προγράμματος και έχει επίγνωση των προβλημάτων λόγω Προσφυγικού στα ελληνικά νησιά. Ομως τόνισε ότι το πρόγραμμα περιλαμβάνει δεσμεύσεις για το πώς μπορεί να διανέμεται το μέρισμα (σ.σ.: πρέπει να είναι μόνιμη η υπεραπόδοση) και προβλέπει προκαταβολικές συζητήσεις με τους θεσμούς. Κάτι που στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε. Οι λεπτομέρειες πρέπει να εξεταστούν, είπε η Μπράιτχαρτ.
Στην κατεύθυνση του συμβιβασμού θα μπορούσε να συνεισφέρει ο κόφτης, για την ακρίβεια ο νέος κόφτης που συμφωνήθηκε στο Eurogroup να συζητηθεί στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.
Το σίγουρο είναι ότι το ΔΝΤ δεν πίστεψε ποτέ στον αρχικό κόφτη, που ισχύει μέχρι το 2018 και τον οποίο η κυβέρνηση φέρεται διατεθειμένη να παρατείνει για δύο χρόνια ακόμη, ώς και το 2020. Το ΔΝΤ θέλει κάτι πιο ισχυρό, κάτι που να δεσμεύει με μέτρα συγκεκριμένης κατεύθυνσης. Ηδη, άλλωστε, έχει εκφράσει τις προτιμήσεις του. Πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να μειωθεί το αφορολόγητο όριο (στα 5.000 ευρώ από 8.636 ευρώ) και να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό, συγκεκριμένα να κοπούν οι υφιστάμενες συντάξεις.
Αν μπορεί να δημιουργηθεί ένας νέος κόφτης που να δεσμεύει σε τέτοιου είδους μέτρα και να είναι πολιτικά αποδεκτός από την κυβέρνηση, μένει να αποδειχθεί.
Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι αναφορά στα δυο συγκεκριμένα μέτρα, το αφορολόγητο και τις συντάξεις, έκανε σε χθεσινή συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Capital και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ.
Οι φορολογικοί συντελεστές είναι σχετικά υψηλοί και η φορολογική βάση σχετικά στενή, είπε, ενώ για το Συνταξιοδοτικό σημείωσε ότι αν και έχει γίνει μια μεταρρύθμιση και θα πρέπει να αναμένουμε τα αποτελέσματά της, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δημογραφικά προβλήματα και «αυτό μπορεί να απαιτήσει επιπλέον προσπάθειες μεταρρύθμισης, όπως και σε πολλές χώρες».
Μένει ή φεύγει τελικά το ΔΝΤ
Πηγές, στην Αθήνα, που παρακολουθούν από κοντά τις διαπραγματεύσεις, πάντως, θεωρούν ότι θα είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός σε βάση που να ικανοποιεί το ΔΝΤ. Πιστεύουν ότι πιο πιθανό σενάριο είναι να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος να μην επιστρέψει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, να παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, όπως σήμερα.
Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, αν και δείχνει ευνοϊκή για την Ελλάδα, δεν θα είναι χωρίς παρενέργειες. Πρώτον, η γερμανική όπως και η ολλανδική κυβέρνηση έχουν υποσχεθεί στα Κοινοβούλιά τους ότι δεν θα ζητήσουν άλλη εκταμίευση υπέρ της Ελλάδας αν δεν επιστρέψει πρώτα το ΔΝΤ με χρηματοδότηση στο πρόγραμμα. Ηδη, στους κόλπους των Χριστιανοδημοκρατών εκφράστηκε δυσαρέσκεια, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Bild» την περασμένη εβδομάδα, επειδή δεν εξασφαλίστηκε η επιστροφή του Ταμείου πριν από το τέλος του χρόνου.
Δεύτερον και κυριότερο για την Ελλάδα, αν το ΔΝΤ δεν επιστρέψει, στη βάση της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, έρχεται σε δύσκολη θέση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που κι αυτή θέτει ως προϋπόθεση τη βιωσιμότητα του χρέους προκειμένου να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.