«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις γυναίκες που κατοικούσαν στο Αλγέρι, μέσα στην κάσμπα. Οι τρεις αυτές γυναίκες ονομάζονταν Καντίτζα, Φατμά και Φιζά. Η Καντίτζα ήταν η μητέρα· η Φατμά και η Φιζά οι δύο κόρες της. Και οι τρεις ετούτες κυράδες ένιωθαν μεγάλη πλήξη, γιατί, ενόσω διαρκούσε το φως της μέρας, δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Αφού ολοκλήρωναν το φτιασίδωμα του προσώπου τους με άσπρο και ροζ χρώμα και των ματιών τους με μαύρο χρώμα και χένα, κάθονταν κατάχαμα σε μια πολύ βαθιά μικρή αυλή, όπου βασίλευε μυστηριώδης σιωπή και υπόγεια δροσιά».
Ετσι άρχίζει ο Πιερ Λοτί (1850-1923) να υφαίνει την ιστορία των «Τριών γυναικών της κάσμπας», της πρώτης από τις δύο νουβέλες που δίνει και το όνομά της στον μικρό τόμο που εξέδωσαν οι νεοσύστατες εκδόσεις Θίνες. Σε ένα σκηνικό παραμυθένιο, με φόντο την εξωτική ακρόπολη του Αλγερίου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Εκεί όπου ένα γαλλικό πλοίο έχει μόλις αγκυροβολήσει στο λιμάνι και έξι ναύτες του σε άδεια εξόδου χάνονται στα στενοσόκακα της κάσμπας. «Πιασμένοι από το μπράτσο» περιδιαβαίνουν σε έναν κόσμο ποτισμένο με πατσουλί, ιδρώτα και μπαχαρικά, ξοδεύουν όλο τους τον μισθό σε πιοτό και γυναίκες και καταλήγουν στο σπίτι τριών εκδιδόμενων γυναικών. Για να προσγειωθούν «ύστερα από τις ηδονές, τα πυρετικά φιλιά και τους καπνούς του λιβανιού» στη σκληρή πραγματικότητα. Μια παρόμοια απότομη αλλαγή συμβαίνει και στη «Σουλεϊμά», τη δεύτερη νουβέλα του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία μιας γυναίκας που γνωρίζει στο Αλγέρι όταν εκείνη ήταν ακόμη ένα ξυπόλητο, ανέμελο κορίτσι. Επιστρέφοντας στη σκοτεινή ευρωπαϊκή πατρίδα του νοσταλγεί το φως της Ανατολής, όταν όμως έπειτα από δέκα χρόνια ξανασυναντά τη Σουλεϊμά, ανακαλύπτει πως εκείνη έχει υπό τραγικές συνθήκες μεγαλώσει και πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μοίρα της.
Βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού επί 42 χρόνια, ο γάλλος οριενταλιστής λογοτέχνης Πιερ Λοτί ταξίδεψε από τα δεκαεννιά του χρόνια στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου. Από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως μας κάνει γνωστό στη διαφωτιστική εισαγωγή του τόμου ο μεταφραστής Φοίβος Πιομπίνος, έφερνε στο σπίτι του ετερόκλητα αντικείμενα, σχέδια και γραπτά, ακόμη και τοπικές φορεσιές με τις οποίες ντυνόταν, προσπαθώντας να επανασυστήσει την ατμόσφαιρα των ηλιόλουστων αναμνήσεών του στο ομιχλώδες Ροσφόρ, τη γενέτειρά του. Τη συμπάθειά του μονοπώλησε σχεδόν εξ ολοκλήρου ο μουσουλμανικός κόσμος και ιδιαίτερα ο οθωμανικός: η μεροληπτική, μάλιστα, αυτή αγάπη του για την Τουρκία τον κατέστησε ενεργό μισέλληνα. Ανήσυχος, δραπέτευε όσο περισσότερο μπορούσε προς τις χώρες της Ανατολής που ενέπνευσαν σχεδόν όλα του τα έργα.
Ο Λοτί δεν αγαπούσε τον αιώνα που ζούσε. Από τα τέλη του 19ου αιώνα βλέπει παλιούς πολιτισμούς να χάνονται λόγω της αποικιοκρατίας. Ενώ ζωγραφίζει με χρώματα ονειρικά τα μέρη τα οποία περιηγήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση τη γαλλική Αλγερία, εκφράζει συνάμα τη θλίψη του για την αλλοτρίωση του κόσμου της Ανατολής και την επιβολή του δυτικού τρόπου ζωής που καταστρέφει σταδιακά τη γραφική ωραιότητά του. Και στις «Τρεις γυναίκες» και στη «Σουλεϊμά» είναι διάχυτη η μελαγχολία του για την εξαφάνιση της εξιδανικευμένης Αλγερίας και τη σκληρή προσγείωση στην πραγματική νέα Αλγερία των τελών του 19ου αιώνα. Και αυτό έναν αιώνα και βάλε πριν από την ισοπεδωτική επέλαση της παγκοσμιοποίησης του 21ου.
Pierre Loti
Οι τρεις γυναίκες της κάσμπας
Μτφ. Φοίβος Ι. Πιομπίνος
Εκδ. Θίνες, 2016, σελ. 180
Τιμή: 14 ευρώ