Θα χρειάζονταν δεξαμενές για να χωρέσουν τα δάκρυΑ που έχουν χύσει οι θεατές παρακολουθώντας τις παραστάσεις των θεατρικών έργων που έχει γράψει ο Βασίλης Κατσικονούρης. Από «Το γάλα» και «Το μπουφάν της Χάρλεϊ» ώς το «ΚαγκουρΩ» που παίζεται αυτή την εποχή, ο σπουδαίος αυτός θεατρικός συγγραφέας έχει φέρει στην επιφάνεια μια επώδυνη ζώνη νεοελληνικής ευαισθησίας. Μια επιπλέον βεβαίωση το σημερινό του κείμενο, με το δάκρυ που προκαλεί να μοιάζει με ύδωρ εκ της πέτρας.

Τι στο διάολο θέλανε πάλι; Τη μια στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, την άλλη στον Ζωολογικό Κήπο, την Τρίτη στην έκθεση εντόμων και ερπετών… Τα παιδιά στο σχολείο δεν ξέρανε ακόμα τι έχουνε μες στο βρακί τους και είχανε μάθει με κάθε λεπτομέρεια πώς το κάνουνε οι σαύρες και πώς αναπαράγονται τα κολεόπτερα. Χώρια οι θεατρικές παραστάσεις για τη διαφορετικότητα και την πολυπολιτι-κάτι τέτοιο. Και τώρα αυτό εδώ πήγαινε πολύ. Κοιτούσε το χαρτί στα χέρια του: «Δηλώνω υπεύθυνα ότι επιτρέπω στον γιο / στην κόρη μου… μαθητή/τρια Α’ τάξης Γυμνασίου, τμήματος… να συμμετάσχει στην εκδρομή στα Τέμπη στο πλαίσιο του προγράμματος της Ορνιθολογικής Εταιρείας για παρατήρηση πτηνών. Ο Δηλών / Η Δηλούσα, Υπογραφή. Κόστος συμμετοχής 100 ευρώ». Ακου 100 ευρώ για να παρατηρούν πουλιά. Ολη μέρα κλεισμένος στην τουαλέτα, δηλαδή, τι κάνει; Πρέπει να πληρώνουμε για να παρατηρεί και τ’ άλλα πουλιά; της είπε δίνοντάς της πίσω το χαρτί.

«Μην είσαι χυδαίος» του είπε εκείνη.

«Οχι. Ανεργος είμαι».

Δεν του απάντησε. Ηξερε πώς θα κατέληγαν αν το έκανε… Είπε μόνο: «Εχουμε κάτι… στο κουτί».

«Ναι; Για φέρ’ το εδώ».

Πήγε και το έφερε. Του το έβαλε μαλακά στα χέρια. Σαν να παρακαλούσε. Αυτός το άνοιξε και της έδειξε μέσα ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα των δέκα και των πέντε. Της τα μέτρησε. Βγαίνανε 105 ευρώ.

Τον κοίταξε ερωτηματικά. Εφταναν, δεν έφταναν;

«Τώρα πήγαινε φέρε και το ημερολόγιο» της είπε.

Δεν θα πήγαινε να φέρει το ημερολόγιο· ας της έλεγε τώρα. Στο κάτω κάτω σε 2-3 μέρες θα πληρωνόταν από την ηλικιωμένη κυρία που φρόντιζε κι εκείνος θα έπαιρνε και το επίδομα. Μέχρι τότε κάπως θα τα βόλευαν. «Αύριο ο μήνας έχει 15. Τελευταία μέρα». Είπε εκείνος σαν να εννοούσε «τελευταία ειδοποίηση πριν τα διαλύσω όλα εδώ μέσα».

Ωστόσο τόλμησε να τον ρωτήσει. «Για ποιο πράγμα;»

«Για τη ΔΕΗ, ρε Χρυσούλα. Αλλιώς χάνουμε τη ρύθμιση. Και μας το κόβουνε». Εκλεισε το κουτί και μαζί και την υπόθεση. Σηκώθηκε να πάει στην τηλεόραση. Ας είχε ένα ματς απόψε, έστω ένα κωλομάτς τρίτης κατηγορίας σε τοπικό κανάλι.

Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια σκιά να μετακινείται στον διάδρομο. «Καληνύχτα» φώναξε προς τα μέσα. Η γυναίκα του πήγε κι αυτή προς τα εκεί. «Πες του να κλείσει το φως και να πέσει» φώναξε πίσω της. Ας είχε ένα ματς γαμώ το. Εστω και βόλεϊ γυναικών· του άρεσε να βλέπει τις αθλήτριες να πηδάνε ψηλά.

Από μέσα, απ’ το δωμάτιο του μικρού, ακούστηκαν για λίγο μουρμουρητά, ύστερα ένας πνιχτός ήχος σαν κάποιος να έκλαιγε και μετά ησυχία. Εκείνη βγήκε και πήγε στο δωμάτιό τους. «Δεν θα κάτσεις;» της φώναξε. Καμία απάντηση, κανένα ματς στην τηλεόραση, καθόλου σεξ στην κρεβατοκάμαρα… μήπως έπρεπε και ο ίδιος να αρχίσει να ασχολείται με την παρατήρηση των πουλιών;

Σηκώθηκε πιασμένος. Οπως κάθε φορά που τον έπαιρνε ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Ολο το βράδυ στον ύπνο του άκουγε διαφημίσεις τηλεμάρκετινγκ, αλλά τώρα η συσκευή ήταν κλειστή και το σπίτι άδειο. Πήγε να φτιάξει καφέ. Πίνοντάς τον σκέφτηκε τις δουλειές της ημέρας να τις βάλει σε μια σειρά. Δεν ήταν και δύσκολο, είχε μόνο να πάει στην τράπεζα για τη δόση της ΔΕΗ. Ντύθηκε και πήγε στο κουτί. Μέσα ήταν μόνο ένα πεντάευρω. Γύρεψε και για το χαρτί της υπεύθυνης δήλωσης. Το ήξερε ότι δεν θα το έβρισκε πουθενά. Αρπαξε το τηλέφωνο να την πάρει στο κινητό. Κλειστό. Κοίταξε την ώρα: Εννιά παρά δέκα, προλάβαινε ακόμα. Θα τους πρόφταινε, κι αν δεν του έδιναν τα λεφτά του πίσω θα τους γαμούσε τα πλανητάρια και την Ορνιθολογική Εταιρεία μαζί. Ξεχύθηκε στον δρόμο. Αν έβγαινε στη λεωφόρο, θα τους πετύχαινε όπως θα περνούσε το πούλμαν από εκεί. Μόλις βγήκε, το είδε που κατέβαινε. Εβγαλε μια φωνή, στριγκλιά ήτανε, έτσι που σαν να πάγωσε αμέσως η κυκλοφορία σε όλο τον δρόμο. Οδηγοί μέσα από τα αμάξια τους και πεζοί, ακινητοποιημένοι όλοι, τον είδαν να ορμάει στο πούλμαν και να χτυπάει και με τα δύο χέρια τις λαμαρίνες. Και κάτι φώναζε ακατάληπτο.

Κι όταν του ανοίξανε και μπήκε μέσα, δεν του ‘χε μείνει φωνή πια. Κουνούσε τα χέρια μόνο, σαν να πνιγότανε. Τα παιδιά στο πούλμαν, που είχαν ξεσηκωθεί με όλη τη φασαρία, κάνοντας τα ίδια ακόμη περισσότερη, όπως συνηθίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις, έμειναν άναυδα μπροστά στο ακατανόητο θέαμά του. Και μέσα σ’ αυτή την ησυχία, σε αυτή την απορία μέσα, είδε πέρα στο βάθος του πούλμαν τον δεκατριάχρονο γιο του, μαθητή της πρώτης τάξης του Γυμνασίου του τμήματος Α2, ξαπλωμένο μέσα στην αγκαλιά της Μυρτώς, της συμμαθήτριάς του από το ίδιο τμήμα, να πίνει με το καλαμάκι από το μίλκο που του κρατούσε στο στόμα μπροστά το κορίτσι. Κι εκείνος δεν έλεγε τίποτα, ούτε και κουνήθηκε. Τον κοιτούσε μόνο, ρουφώντας το μίλκο, φωλιασμένος μέσα στα ασχημάτιστα στήθη της Μυρτώς. Υστερα σήκωσε το χέρι του, σαν για να τον αγγίξει εκεί που στεκότανε, όπως έκανε όταν ήταν μωρό. Μ’ εκείνη την αγγελική μακαριότητα των παιδιών όταν πίνουν γάλα στην αγκαλιά της μάνας τους. Κι ο πατέρας του το θυμήθηκε αυτό, πως παλιά, όταν έμπαινε στο δωμάτιο και τους έβρισκε αγκαλιά, ο γιος του τού άπλωνε το χέρι.

Δεν πήγε κοντά. Σήκωσε μόνο κι αυτός το δικό του χέρι, σα να τον χαιρετούσε, σαν να ευχόταν καλή όρεξη ή καλό ταξίδι. Και κατέβηκε από το πούλμαν.

Σούρουπο έφτασε στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο πέρα στην κουζίνα καθόταν η γυναίκα του. Απλωσε να πατήσει τον διακόπτη δίπλα στην πόρτα. Κανένα φως δεν άναψε. Προχώρησε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα στο τραπέζι. «Να σου βάλω;» τον ρώτησε φοβισμένα. Δεν της μίλησε, όμως εκείνη σηκώθηκε και του έφερε ένα πιάτο. Υστερα του έκοψε λίγη σαλάτα και ψωμί. Και τότε σηκώθηκε κι εκείνος, έφερε ένα πακέτο και το ξετύλιξε. Είχε μέσα κάτι κεριά. Τα είχε αγοράσει με το πεντάευρω. Να έχουνε. Αναψε ένα και το έβαλε στη μέση του τραπεζιού. Εβαλε και σ’ ένα άλλο πιάτο λίγο φαΐ ακόμα και το ακούμπησε μπροστά της. Εκατσαν να φάνε…

Πέρα στην κοιλάδα των Τεμπών κοιμόταν ο γιος τους, ταξιδεύοντας γλυκά πάνω στον ώμο της αγαπημένης του. Κι όλα τα παιδιά στο πούλμαν, κουρασμένα, κοιμόντουσαν. Ετσι που κανένα τους δεν είδε εκείνο το ανοιχτό φορτηγό γεμάτο κι εκείνο με κάτι άλλα παιδιά, με τα κεφάλια τους κουρεμένα με την ψιλή, να κατεβαίνει από την άλλη μεριά. Ηταν ένα φορτηγό που ο οδηγός του είχε χάσει τον δρόμο του μέσα στον χρόνο κι έψαχνε να βρει μια από τις παιδουπόλεις του ’40 και του ’50 να τα παραδώσει. Και σ’ όλα τα hotspots όπου σταματούσανε δεν τα δέχονταν γιατί ήτανε γεμάτα. Αλλά εκείνα τα παιδιά συνέχιζαν να πορεύονται μέσα στη νύχτα, έξω από τον χρόνο και πέρα απ’ αυτόν τον τόπο, πάνω σ’ εκείνο το μυστήριο φορτηγό, σε μια παράξενη, αλλόκοτη εκδρομή, μέχρι να βρουν τη μακρινή εκείνη παιδούπολη των ονείρων τους.