Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στο δοκίμιό του «The crack-up» («Το σπάσιμο», μτφ. Μανόλης Σαββίδης, Ιστός, 1996) περιγράφει το αίσθημα προσωπικής αποτυχίας ξεκινώντας να γράφει: «Βεβαίως και ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσυνθέσεως, αλλά τα χτυπήματα που κάνουνε τη φανερή ζημιά, αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως».
Είναι αυτό που πιθανόν αντιστοιχεί στην περίπτωση του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι και στο τωρινό αίσθημα αποθάρρυνσης που νιώθει η ιταλική βιομηχανία της μόδας. Ο δεύτερος σε σημασία παραγωγικής δύναμης τομέας της χώρας –μετά την αυτοκινητοβιομηχανία –και μία από τις πιο παραγωγικές βιομηχανίες της Ευρώπης υποστήριξε τον πρώτο ιταλό πολιτικό που δεν περιφρόνησε τη μόδα. Εναν μήνα μετά την εκλογή του το 2014 εγκαινίασε στο Λονδίνο την έκθεση του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου «The Glamour of Italian Fashion 1945-2014». Και σε δύο συνεχείς διοργανώσεις Εβδομάδων Μόδας του Μιλάνου ο Ρέντσι εμφανίστηκε στα επίσημα γεύματα για να τιμήσει τους σχεδιαστές και τους επιχειρηματίες της ιταλικής βιομηχανίας. «Η αληθινή πρόκληση σήμερα είναι να δείξουμε στους πολιτικούς ότι η μόδα δεν αφορά μόνο κάποιον ιδιαίτερο τύπο άνδρα ή γυναίκας. Η μόδα είναι το μέλλον αυτής της χώρας» είχε δηλώσει και η κυβέρνησή του χρηματοδότησε με 30 δισ. ευρώ τη βιομηχανία που προβλεπόταν τα έσοδά της το 2016 να φτάσουν τα 89 δισ. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο κομψός πρωθυπουργός που συνομίλησε με τον Ντιέγκο ντέλα Βάλε, ιδιοκτήτη του ομίλου Tod’s, τα στελέχη των οίκων Gucci και Valentino, απέδωσε εύσημα στον Τζόρτζιο Αρμάνι για τον ρόλο του στον χώρο της μόδας και χαιρέτησε θερμά τον Ρομπέρτο Καβάλι, συνέδεσε την εμφάνισή του στην Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου τονίζοντας τη βεβαιότητά του ότι η μόδα αποτελεί ένα από τα θεμέλια της ιταλικής οικονομίας και του ιταλικού τρόπου ζωής. «Νομίζω ότι η μόδα είναι ένας επιχειρηματικός κόσμος στον οποίο ο πρωθυπουργός της χώρας πρέπει να δίνει σημασία. Χρειαζόμαστε το ανάλογο made in Italy στον πολιτισμό, τις αξίες, τις ιδέες και την παραγωγή».
Παρά την υποστήριξη και τα καλοραμμένα κοστούμια του από τον φλωρεντινό οίκο Ermanno Scervino, ο πολιτικός άνδρας έχει να διαχειριστεί την προσωπική του αποτυχία να πείσει την κοινωνική βάση ώστε να αποδεχτεί το σύστημα των μεταρρυθμίσεών του. Στο μεταξύ, την ημέρα του ιταλικού δημοψηφίσματος η Μισέλ Ομπάμα ντύθηκε ιδιαιτέρως ιταλικά με επίσημο φόρεμα Gucci στο σημαντικότερο πολιτιστικό γεγονός της Ουάσιγκτον, τα βραβεία του Κέντρου Κένεντι. Με δεδομένο ότι η Μισέλ στις δημόσιες εμφανίσεις της επέλεγε αμερικανούς σχεδιαστές αλλά και ότι το ντύσιμό της λειτουργεί ως κρυπτογραφημένος κώδικας μηνυμάτων εξωτερικής διπλωματίας του Λευκού Οίκου, το πράσινο ένδυμα λειτούργησε ως σύμβολο υποστήριξης στο πρωθυπουργικό όραμα του νέου made in Italy.
Από την πλευρά της η αγγλική βιομηχανία της μόδας αναγνώρισε τη σημασία της ιταλικής περίπτωσης. Στην πρόσφατη απονομή των Βραβείων Μόδας του Βρετανικού Συμβουλίου Μόδας στο Λονδίνο ο σχεδιαστής του οίκου Gucci Αλεσάντρο Μικέλε διακρίθηκε ως διεθνής σχεδιαστής γυναικείων αξεσουάρ. Και η βραβευμένη ως μοντέλο της χρονιάς Αμερικανίδα Τζίτζι Χαντίντ φορούσε μια δημιουργία Versace γνωρίζοντας ότι τα φώτα της δόξας θα πέσουν πάνω της.
Σε αυτή την κοινωνία του θεάματος η μόδα δείχνει να αντιλαμβάνεται το νόημα της αποτυχίας ως ευκαιρία θριάμβου. «Ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσα και ανατράφηκα δεν με έκανε να νιώθω πολύ Ιταλίδα. Απλά ήθελα να βρίσκομαι παντού στον κόσμο» δηλώνει η Μιούτσια Πράντα στην πολυσέλιδη συνομιλία της με τον Ραφ Σίμονς στο περιοδικό «System Magazine». Η δύναμη του ιταλικού τρόπου της μόδας, συνεχίζοντας τις εκμυστηρεύσεις της, προσθέτει ότι εντόπισε την «ιταλικότητά» της: «Τον περασμένο χρόνο ήταν σαν να αποφάσισα να είμαι πιο πατριωτική. Είμαι ευτυχής και περήφανη που ζω στο μέρος όπου πολιτικοποιήθηκα. Ολη μου η ιστορία βρίσκεται στον τόπο μου».