Ο πρώτος καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (που, ως γνωστόν, λειτούργησε όταν εγκαθιδρύθηκε για λίγο τότε η Δημοκρατία η Προεδρευομένη στον τόπο μας), τολμηρή επιστημονική έπαλξη του δημοτικισμού, ήταν ο Γιάννης Αποστολάκης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που εστίασε την πνευματική οντότητα του γένους στον Διονύσιο Σολωμό και αμφισβήτησε και τον Παλαμά, τον Κάλβο και τον Καβάφη –ο Σολωμός για τον Αποστολάκη ήταν ο ποιητής της Μνήμης και οι άλλοι ποιητές της Ανάμνησης. Ανεξάρτητα από τις κάθετες αρνήσεις τού Αποστολάκη και την απολυτότητα των κριτηρίων του, βρίσκω πως η θεμελιώδης κατάταξή του σε ποιητές μνήμης και ποιητές ανάμνησης ή θύμησης είναι ιδιοφυής και καλό είναι κάθε φορά να τον έχουμε ως γενναίο όπλο θεωρητικό δίπλα μας όταν αξιολογούμε όχι μόνο ποιητές, αλλά π.χ. και πολιτικούς!

Γιατί βέβαια όταν αντλούμε από τη μνήμη καυτό και συχνά γλυκόπικρο υλικό, σημαίνει πως καταδυόμαστε στα έγκατα ανθρώπων και γεγονότων, ενώ η ανάμνηση, οι θύμησες είναι παγίως επιφανειακές, κρατούν τα εντυπωσιακά, καλά και κακά, στοιχεία μιας περασμένης εμπειρίας.

Οταν ο Αισχύλος γράφει τους «Πέρσες», η εγκαυστική μνήμη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας αποτυπώνεται στη γραφή του, αφού ο ίδιος ήταν ναυμάχος επί τριήρους εκείνη την τρομερή νύχτα που καθόρισε το μέλλον του Ελληνισμού. Ο Σολωμός ακούει το κανονίδι στη Ζάκυνθο απέναντι στο Μεσολόγγι και γράφοντας τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» έχει πληγωθεί από τις Μεσολογγίτισσες που ζητιανεύουν, φυγάδες από τα σπίτια τους, στα πλούσια παλάτια των ζακυνθινών μεγαλοαστών κυράδων.

Ο αταξίδευτος Παλαμάς, ο περιπλανώμενος και καταδιωκόμενος απ’ όλες τις ασφάλειες της τυραννικής Ευρώπης Κάλβος και ο κοσμοπολίτης Καβάφης, χωρίς να παύσουν να γνοιάζονται για την πατρίδα, γράφουν ακούγοντας γι’ αυτή, διαβάζοντας και αναδιφώντας μνήμες άλλων, καταθέσεις ψυχής αυτοπτών μαρτύρων.

Εχουν και οι αναμνήσεις και οι θύμησες την αξία τους, αλλά όσοι κυκλοφορούν στην πυρίκαυστη ζώνη, όσοι μετείχαν και μετέφεραν στο χαρτί ή στη διήγηση ζωντανές τις εντυπώσεις έχουν το επιχείρημα της αυτοψίας.

Η ανάμνηση συχνά ωραιοποιεί, συναισθηματικά «λογοκρίνει», εξαίρει τα καλά και συμφέροντα, καταχωνιάζει τα λάθη, τα εγκλήματα, τις ιδιοτέλειες. Πολύ συχνά, όπως λέει και ο Σεφέρης, έρχεσαι εκεί που οι άλλοι μάτωσαν να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Αυτή την εποχή, σε τρεις αθηναϊκές σκηνές παίζονται με πυκνή προσέλευση κοινού (κυρίως γυναικείου!) τρία έργα με θέμα τη Μικρασία και τη ζωή εκεί, καθώς και την Καταστροφή. Η «Λωξάντρα» (για την παράσταση ήδη έγραψα) αναφέρεται στον Ελληνισμό της Πόλης και η συγγραφέας της, η Μαρία Ιορδανίδου, καταθέτει μνήμες μιας ολόκληρης ζωής, βιώματα που έστιξαν τη ζωή της και κατοικούν στα όνειρα και στους εφιάλτες της (θέατρο Αννας Βαγενά).

Η Μιμή Ντενίση για τρίτη σεζόν διεκτραγωδεί από σκηνής σε δικό της, τίμιο ιστορικά, κείμενο το πέρασμα της Σμύρνης από την ειρήνη και την ευημερία στην πυρκαγιά και τη φυγή (θέατρο Μείζονος Ελληνισμού).

Τα δύο αυτά κείμενα έχουν σαφή τη διάκριση του Αποστολάκη. Η Ιορδανίδου μεταφέρει μνήμες που τη στοίχειωσαν, η Ντενίση καταγράφει τις μνήμες τρίτων.

Οπως αντιλαμβάνεστε, η διαίρεση έχει τη σημασία μιας ειδικής θερμοκρασίας. Πιθανόν η νηφάλια καταγραφή μιας ιστορικής ματιάς να έχει περισσότερο επιστημονικό κύρος και αντικειμενικότητα. Αλλά η κατάθεση ψυχής, όσο κι αν είναι υποκειμενική και ιδιοτελής ηθικά και πνευματικά και ίση ιστορικά, έχει την αξία του ντοκουμέντου. Και τα ντοκουμέντα κρίνονται, αλλά είναι σεβαστά.

Αντιλαμβάνεστε πως άλλη αξία έχει η κατάθεση μιας μάνας που βρίσκει τον γιο της κρεμασμένο από το δοκάρι της οροφής κι άλλο κύρος (σεβαστό) η έκθεση του ιατροδικαστή και του ανατόμου.

Στο θέατρο Βεάκη παίζεται ένα τρίτο κείμενο για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι το συνταρακτικό χρονικό μιας ζωής που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα (1899-2007)!

Πρόκειται για το απομνημόνευμα της Φιλιώς Χαϊδεμένου που έζησε στα Βουρλά και στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας έως την Καταστροφή και η τραγική ελληνική ιστορία τής επεφύλαξε να βιώσει την προσφυγιά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη χούντα! Αφιέρωσε τη ζωή της στη συλλογή στοιχείων από τη ζωή των απλών ανθρώπων και έστησε ένα Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού που φέρει το όνομά της.

Αντιλαμβάνεστε τι περιέχει αυτό το μουσείο. Φορεσιές, σκεύη, κεντήματα, φωτογραφίες, χειρόγραφα.

Αυτά είναι Μνήμη. Ενα παιδικό ζιπουνάκι, ένα φέσι, μια ζώνη, μια κούνια μωρού, ένα μαντίλι, ένα νυφικό, ένα σάβανο είναι αντικείμενα καθημερινής χρήσης, έχουν σημάδια της χρήσης αυτής, τον ιδρώτα, μια σταγόνα αίμα από το τρυπημένο δάχτυλο της κεντήστρας. Το νυχτικό της γιαγιάς όταν τη βρήκανε νεκρή, την εμαγέ λεκάνη όπου ζεστάθηκε το νερό που χρησιμοποίησε η μαμμή για τη γέννα της νοικοκυράς. Ο αναβολέας που έβαζε τις μπότες του ο αφέντης και τα τενεκεδένια δοχεία με το τσάι, τον απήγανο, τη μέντα, το χαμομήλι. Τα εικονίσματα και το μικρό θυμιατό, το βιβλιαράκι με τα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας και ένα κεντημένο μαξιλαράκι που χρησίμευε στη γιαγιά για να γονατίζει στην εκκλησία στις ολονυχτίες.

Αυτά όλα περιέχουν μνήμη.

Αλλά όπως η Ιορδανίδου, και η Χαϊδεμένου αφιερώνει σελίδες στη μαγειρική τέχνη. Να ύψιστη τέχνη, η πιο πανάρχαια. Ο άνθρωπος άλλαξε όχι μόνο διατροφή και τρόπο παρασκευής, από την ωμοφαγία στη μαγειρική, αλλά και λειτουργίες σωματικές. Καρκίνο του στομάχου δεν έχουν τα σαρκοβόρα ζώα.

Η Χαϊδεμένου, όπως και η Λωξάντρα, εστιάζουν τη σκέψη τους (για σκεφτείτε τη χρήση του ρήματος «εστιάζω» και των σημασιών του) στις συνταγές παρασκευής φαγητών. Με πρώτες ύλες από την παραγωγή του κήπου, της γειτονιάς, της επαρχίας, της χώρας.

Η γεύση έχει αισθητική, έχει ποιητική διάσταση, έχει ιδεολογία, έχει και ηθική και βέβαια έχει και θεό!

Το απομνημόνευμα της Φιλιώς Χαϊδεμένου έγινε θεατρικό κείμενο από τη θεατρολόγο και ηθοποιό Ανδρη Θεοδότου. Ο καλός ηθοποιός Βασίλης Ευταξόπουλος του έδωσε πνοή θεάτρου χρησιμοποιώντας την αφήγηση και την εικονοποίηση της μνήμης αλλά και των αναμνήσεων.

Σε πρώτο πλάνο, η Χαϊδεμένου αφηγείται σ’ έναν τραγουδιστή την ιστορία της και σε δεύτερο πλάνο περνάνε σαν σκιές ονείρου τα τραυματικά γεγονότα της εκατονταετίας.

Ο τραγουδιστής είναι ένα είδος Χορού της τραγωδίας, ακούει, σχολιάζει και κάνει τα βάσανα μέλος παρηγορητικό. Είναι ο ταλαντούχος Ζαχαρίας Καρούνης, ένας βαθύς γνώστης της δημοτικής και λαϊκής μουσικής παράδοσης. Εχει την επιμέλεια της μουσικής. Τη διδασκαλία έκανε η έξοχη ελληνίδα ειδική και τραγουδίστρια Χαρά Κεφαλά, που επωμίζεται με κύρος έναν κύριο ρόλο στην παράσταση. Διπλή προσφορά.

Δίπλα της ο Αλέξανδρος Καλπακίδης, η Εμμανουέλα Χαραλάμπους-Ενγκελ και ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας με λιτότητα, συγκρατημένο πάθος, μέτρο και εκφραστική σαφήνεια σχεδιάζουν τα πρόσωπα της τραγικής μνήμης.

Το σκηνικό και τα κοστούμια είναι του έμπειρου Αγγελου Αγγελή και το βίντεο του Σπύρου Πανταζή.

Αλλά στο όλο αξιόλογο θέαμα και ακρόαμα κυριαρχεί η παρουσία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη. Μιας μεγάλης Κυρίας της ελληνικής υποκριτικής τέχνης. Η κίνηση, ο ρυθμός, ο ψυχισμός, το λυρικό στοιχείο, η ειρωνεία, ο κλαυσίγελος, τα όρια του τραγικού καθιστούν την ερμηνεία της πήχη ανυπέρβλητο θεατρικής τεχνικής και συναισθηματικής απογείωσης. Αν επιθυμείτε να διαθέτετε υπόδειγμα της τέλειας αίσθησης του ελληνικού ρυθμού της γλώσσας και της μητρικής ελληνικής ενδοχώρας, δείτε τη.