Η φόρμα της νουβέλας φαίνεται ότι ταιριάζει στον Μισέλ Φάις. Μέσα στα λίγα τετραγωνικά της αναπτύσσει πυρετικούς συνειρμούς για το άγχος της ύπαρξης. Επιστημονικά κορτιζόλη («cortisol») ονομάζεται η ορμόνη του φόβου που δημιουργεί πανικό. Είναι το ξεκαπίστρωτο ζιζάνιο που βάζει φουρνέλο στην καταστολή των ενστίκτων. Μετά, τίποτα δεν παραμένει το ίδιο. Η όλη δράση του βιβλίου, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως τέτοια, λαμβάνει χώρα εντός μιας τύποις ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Μια δυαδική σχέση όπου δεν είναι ξεκαθαρισμένα τα όρια, παρά μόνο η κατάσταση. Μια συνθήκη που από τη μια μεριά εμπεριέχει μια γυναίκα συνεντευξιαζόμενη και από την άλλη έναν άντρα συνεντευξιαστή. Ο δεύτερος μάλιστα παρουσιάζεται εντελώς απρόσωπος. Είναι σαν να έχει προηχογραφήσει τις ερωτήσεις σ’ ένα μαγνητόφωνο, η γυναίκα να απαντά στο μηχάνημα και ο ίδιος να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα πίσω από μια βαριά κουρτίνα.
Εχουν καμιά σημασία όλα αυτά; Ιδού το ερώτημα – κλειδί. Ποιος ρωτάει λοιπόν; Και τι περιμένει από τις απαντήσεις; Να ακούσει όσα επιθυμεί και φαντάζεται ή όσα τον πονούν; Και η γυναίκα που εμφανίζεται κάτω από διάφορες σύνθετες έννοιες, όπως «Απαντησομηχανή», «Αυτή που πίνει καφέ, μπορεί όμως και τσάι», «Τεράστιο έκζεμα» κ.ά., τι να εκπροσωπεί άραγε; Σίγουρα δεν αποτελεί μια κάποια αλληγορία. Εδώ καλά καλά δεν εξετάζεται η πνευματική της υπόσταση. Αν και εκείνη δεν έχει μετατραπεί σε μαγνητόφωνο. Η γυναίκα είναι ίσως μια αποσυναρμολογημένη απάντηση σε συνέχειες, που θα χρειαστεί σύντομα ειρμό. Οι ερωτήσεις είναι σύντομες, κοφτές, απολύτως ανακριτικές. Δεν χρωματίζονται από συναίσθημα. Οι απαντήσεις αντίθετα, είναι χειμαρρώδεις. Διάστικτες από θύμησες, εσωτερικές εντάσεις, επιθυμίες, ρήγματα, αναβάσεις και καταβυθίσεις στο καρουζέλ της συνείδησης. Ασκηση διαρκείας, που αποσκοπεί στη γνώση του εαυτού. Ή τουλάχιστον ενός μέρους του.
Πειραματική διεργασία
Ο Μισέλ Φάις πατά τη σκανδάλη θέλοντας να πυροδοτήσει πρωτόγονους συνειδησιακούς μηχανισμούς και στην πορεία εξετάζει τα πρώτα αποτελέσματα. Μια οπωσδήποτε πειραματική διεργασία που αναταράσσει τις όποιες βεβαιότητες, δημιουργώντας δίνες στον πνευματικό ιστό της ηρωίδας. Ολα όσα επιμελώς έχει απωθήσει κάτω από το χαλί βγαίνουν στην επιφάνεια. Η γυναίκα θέλει περισσότερο να εκτεθεί παρά να επουλώσει. Οσο η έκθεση καταλαμβάνει κάθε τεταρτημόριο του ζωτικού της χώρου, πιστεύει ότι μπορεί να σωθεί. Από ποιον ή από τι; Ισως από τον λειψό, καταπιεσμένο κόσμο της. Οσο περνούν οι σελίδες, οι ερωτήσεις γίνονται όλο και πιο ελλειπτικές. Οι απαντήσεις περιπαίζουν αυτή την «εξέλιξη» και πλατειάζουν. Ανοίγουν το βήμα τους. Παύουν να υπολογίζουν θεούς και δαίμονες. Η ηρωίδα δεν ενδιαφέρεται να κρατηθεί από πουθενά. Απλώνει τα χέρια στο κενό. Λοξοπερπατά σε γκρίζες, μισοφώτιστες περιοχές της μνήμης και του ανείπωτου. Η γυναίκα αποκολλάται από την τίμια λήθη (όπως λέγεται στο βιβλίο), την αξιοπρεπή άγνοια και προκαλεί τις δυνάμεις της. Διχάζεται, ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Σίγουρα αυτή η εξομολόγηση αποτελεί μιας μορφής αντίδραση από την πλευρά του συγγραφέα για ό,τι συμβαίνει γύρω. Ενα γερό χαστούκι στη δυσαρέκεια. Σ’ αυτό τον μικρό χώρο του βιβλίου, η δυσαρέσκεια θα βλέπει το είδωλό της στον καθρέφτη και θα το βάζει στα πόδια. Προνομιακός χώρος ενός γραφιά, εξάλλου, είναι οι λέξεις. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε με μια φρενίτιδα λόγου τα όσα μετατοπίζονται και καταρρέουν εντός μας. Οσα απαιτούν να ειπωθούν πάση θυσία. Διότι πάνω απ’ όλα θα πρέπει να ορίσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Να του βρούμε έστω ένα όνομα. Το «Lady Cortisol» προσπαθεί να αρθρώσει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί και συνάμα να ανοίξει δρόμο προς την κατανόηση του πρωτογενούς συναισθήματος. Να δούμε αληθινά τι μας ανήκει. Η πολλή σκέψη «βλάπτει». Τη δράση αναλαμβάνουν το στόμα και οι λέξεις που εκτινάσσονται από μέσα του. Ενας συγγραφικός αυτοσχεδιασμός από το ουρλιαχτό στη σιωπή και ξανά πίσω.
Μισέλ Φάις
Lady Cortisol
Εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 125
Τιμή 8 ευρώ