Οταν ήμουν μικρός, με διάλεγαν οι τσοπάνηδες στο χωριό μου, την Πτερούντα Λέσβου, για να πιάνω στο «πόδι», όπως λέγανε, τα κατσίκια. Είναι πολύ γρήγορα αλλά κουράζονται και μπορείς να τα πιάσεις αν έχεις γερό αερόβιο.
Κάπως έτσι ξεκίνησε το όλο πράγμα. Εβλεπα παιδιά που έτρεχαν, πήγαιναν αγώνες, έτρεχε και ο μεγαλύτερος αδελφός μου και είπα μια μέρα να πάω στον στίβο να δοκιμάσω. Αποδείχτηκε πως ήμουν καλός. Ξερακιανός, μαυριδερός, κλασικός αντοχιτζής. Δούλεψα χρόνια με διπλές προπονήσεις, αγώνες, ταξίδια, χρόνους, μετάλλια, διακρίσεις. Τα χόρτασα. Σταμάτησα από έναν τραυματισμό που με απογοήτευσε, αλλά πάντα είχα αγάπη για το τρέξιμο.
Στα φοιτητικά μου χρόνια τα παράτησα για λίγο, πάχυνα, έκανα την επανάστασή μου, το έριξα στη διανόηση, διάβασα πολύ, γνωρίστηκα με τον Μπουκόβσκι, τον Κέρουακ, τον Μπάροους, τον Γκίνσμπεργκ. Μου άρεσε η ζωή του Μπουκόβσκι. Να κοιμάται όλη μέρα, να σηκώνεται τα μεσάνυχτα, να ακούει κλασική μουσική, να πίνει και να γράφει ποιήματα. Το τρέξιμο ήταν εκτός, το άφησα εκείνα τα χρόνια, αλλά ήμασταν σε διάσταση, δεν πήραμε διαζύγιο!
Εγινα γραφιάς, δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, έκανα τον κύκλο μου στη διανόηση και κάπου εκεί στο 2003, έπειτα από 3-4 χρόνια αποχής, αποφάσισα να τρέξω στον Κλασικό Μαραθώνιο Αθηνών. Τότε ήμασταν λίγοι που τρέχαμε, η Ελλαδάρα στα πάνω της, όλοι οι συνομήλικοί μου με τις πουράκλες τους και τα ποτά τους και τα χαϊλίκια τους, μεταξύ Κολωνακίου, Ψυρή, Κηφισιάς. Εμείς που κάναμε προπόνηση ήμασταν γραφικοί.
Μπήκα στον Κλασικό Μαραθώνιο με στόχο τρεις ώρες, μέχρι τη μέση όλα τέλεια, πετούσα! Μετά τον Ημιμαραθώνιο περπατούσα, έφαγα μια μεγαλοπρεπέστατη σφαλιάρα και έκανα 3.48. Οταν τερμάτισα, είπα δεν ξανατρέχω. Εκατσα έναν χρόνο. Και το 2004, τρεις μέρες πριν από την Κλασική, είπα θα πάω, χωρίς ούτε ένα καταγεγραμμένο χιλιόμετρο προπόνησης, χοντρός. Μπήκα και πέρασα τέσσερις βασανιστικές ώρες. Εκατό φορές έπεσα, εκατό φορές σηκώθηκα! Δεν είχα τίποτα να δώσω, αλλά πήρα από το τίποτα δύναμη και τερμάτισα, πόνεσα, σταματούσα κάθε δέκα μέτρα και μετά λίγο ακόμα, λίγο ακόμα. Εφτασα στο Καλλιμάρμαρο, μάζεψα δυνάμεις και είπα τα τελευταία εκατό μέτρα μέσα στο Στάδιο θα τα τρέξω. Ε, δεν μπόρεσα, πονούσα, τερμάτισα περπατοτρέχοντας.
Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ. Ετρεξα 25 Μαραθωνίους, πάνω από δέκα Κλασικές. Νέα Υόρκη, Βερολίνο, Ντύσελντορφ, Ρώμη, Παρίσι, όπου έσπασα το τρίωρο –το ιερό δισκοπότηρο για τον ερασιτέχνη δρομέα, η καταξίωση και η είσοδος στη λίστα με τους καλύτερους μαραθωνοδρόμους της χρονιάς.
Κοντά 300 αγώνες τόσα χρόνια, αν αθροίσω τα χιλιόμετρα των προπονήσεών μου, πρέπει να έκανα 4-5 φορές τον γύρο της Γης.Τα όνειρά μου με συντροφεύουν πάντα όταν τρέχω και όταν δεν τρέχω. Με φαντάζομαι σαν τον Φόρεστ Γκαμπ, να τρέχω, να γυρίζω τον πλανήτη και να γνωρίζω ανθρώπους, να εμπνέω, να εμπνέομαι. Είμαι δειλός όμως ακόμα, θα το κάνω, θα το κάνω, είναι πρώτο στην bucket list μου (η λίστα που φτιάχνουν οι άνθρωποι με πράγματα που θέλουν να κάνουν πριν πεθάνουν).
Τόσα χρόνια που τρέχω, ένα έμαθα τελικά. Μπορείς να είσαι σαν τον Μπουκόβσκι, να πίνεις κρασί, να ακούς κλασική μουσική όλη νύχτα και την άλλη μέρα να πας να τρέξεις. Μη γίνεστε ψυχαναγκαστικοί με το τρέξιμο, βάλτε το στη ζωή σας, αλλά μη γίνει το μόνο στη ζωή σας. Αυτός είμαι εγώ, αυτή είναι η ιστορία μου, τρέχω 31 χρόνια, με λένε Κώστα και είμαι δρομέας.
Επειτα από πολλές περιπέτειες, ο Κώστας Χουβαρδάς είναι πλέον γυμναστής. Αφησε την Αθήνα για τα Ιωάννινα και όταν δεν τρέχει στην άσφαλτο παίρνει τα βουνά.