Ολα αυτά δεν είναι άσχετα με το άρωμα συμβιβασμού που περνάει μέσα από τις γρίλιες της κυβέρνησης. Με κάποιο τρόπο θα ντύσουν το κλείσιμο της αξιολόγησης και τη συμφωνία για την τριετία 2018-20 –αλλά αυτό θα αφορά κυρίως τη διατήρηση της συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ σε Βουλή και κόμμα. Δεν θα πρόκειται όμως για εξέλιξη που με οποιονδήποτε τρόπο θα εξασφαλίζει προοπτική. Η «13η σύνταξη» και κάποια επιδόματα αποτελούν και μια κίνηση θετικού αντιπερισπασμού. Ωστόσο, το πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται εδώ και έξω είναι κρύο. Ακόμη χειρότερα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Τραμπ θα συνεχίσει την πολιτική Ομπάμα έναντι της Ελλάδας –δηλαδή, μια πολιτική ανοχής έναντι των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε λογική νομισματικής realpolitik για τη στήριξη της ευρωζώνης. Πέριξ του νέου προέδρου είναι πρόσωπα ιδεοληπτικά, ορισμένα δε, όπως ο Γουίλμπουρ Ρος που έχει επενδύσει στην Ελλάδα, ξέρουν καλά την ελληνική περίπτωση. Δεν θα ήταν παράλογο να εκφράσουν το πνεύμα των αγορών που ήδη έχουν προεξοφλήσει το τέλος του Τσίπρα. Και να αρχίσουν να πιέζουν –όπως έκαναν οι Γερμανοί στα τέλη του 2014.
Προκύπτει «ανεπαισθήτως» –αν το δούμε καβαφικά –και συχνά δεν το αντιλαμβάνεται αυτός τον οποίο πρωτίστως αφορά. Ο λόγος για την αδυναμία ενός πολιτικού –ακριβέστερα: ενός πρωθυπουργού –να χειρίζεται τα πολιτικά πράγματα σύμφωνα με τον τρόπο του. Ακολουθεί η παγίδευση και αργότερα η πτώση. Παράδειγμα πρώτο: ο Κώστας Σημίτης με το που κέρδισε τις εκλογές του 2000 έμπλεξε σχετικά γρήγορα στην κρίση των ταυτοτήτων, ενώ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σιωπηλά τον στόχο για ανάπτυξη μέσα από διαρθρωτικά μέτρα και να τον υποκαταστήσει με την ψευδή άνθηση των ολυμπιακών έργων. Η κοινωνική πλειοψηφία που τον είχε στηρίξει το 1996 εξατμίστηκε. Σε όλη την τετραετία ήταν από κάτω στις δημοσκοπήσεις και, παρά τις προσπάθειές του και το «δαχτυλίδι» στον Γιώργο Παπανδρέου, δεν απέφυγε μια καθαρή ήττα. Παράδειγμα δεύτερο: ο Κώστας Καραμανλής ήξερε την επομένη των εκλογών του 2007 ότι η νίκη ήταν ικανή σε ποσοστό και πολιτικό αντίκτυπο αλλά πύρρειος, αφού του έδινε πλειοψηφία μόλις δύο βουλευτών. Ρεαλιστής –και γνώστης της χαμηλής πολιτικής ποιότητας της ΝΔ σε προσωπικό –αντελήφθη αμέσως ότι δεν έβγαζε την τετραετία.
Αρνηση, εγωισμός, πείσμα, στωικότητα –υποταγή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αλέξης Τσίπρας κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική. Αλλά η στιγμή του έχει περάσει. Δεν έσπασε τα δεσμά του Μνημονίου ούτε ανέτρεψε τη λιτότητα. Η πολιτική της κυβέρνησής του είναι καθημερινό συμβόλαιο πολιτικής εξαπάτησης των ψηφοφόρων του. Τον ψήφισαν γιατί νόμιζαν ότι θα τα έκανε αλλιώς. Δεν θα τον ξαναψηφίσουν. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση διαπιστώνει την πλήρη αδυναμία της να διχάσει ή να εκβιάσει τους δανειστές. Δεν μπορεί να τους εκβιάσει με Grexit –εδώ έχουν πολτοποιήσει τη Βρετανία του Brexit. Δεν μπορεί να τους απειλήσει με νέες εκλογές –αφού ξέρουν ότι θα τις χάσει. Δεν μπορεί να επικαλεστεί την οδύνη της λιτότητας –δεν τους συγκινεί –ούτε τις δυσκολίες του Προσφυγικού –ίσα ίσα ανέστησαν το Δουβλίνο για να στέλνουν ξανά πίσω τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερα, ο Τσίπρας δεν έχει πια μπροστά του την Ευρώπη του Ολάντ ή του Ρέντσι –αλλά μια δεξιόστροφη σκοτεινή ήπειρο που θεωρεί ότι τον βοήθησε ήδη αρκετά και του έχει εξασφαλίσει μια σταθερή δίαιτα μαύρου ψωμιού για τα επόμενα χρόνια. Εξοδος από το πρόγραμμα σημαίνει έξοδος στις αγορές. Και αυτή δεν γίνεται με εκδρομές στην Κούβα. Οι φιλιππικοί της Αριστεράς στην Αβάνα είναι για τους τελειωμένους –η περίπτωση Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Δεν είναι για εν ενεργεία πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών. Μπορεί οι τσιπραίοι να είναι σε άρνηση, αλλά η ιδεολογία των αγορών και η δημοσιονομική ορθοδοξία έχουν επικρατήσει. Κοινώς, δεν μπορεί να περιμένεις επενδύσεις –που τις χρειάζεσαι διακαώς –με πολιτική ρητορική τύπου Βενεζουέλας.