Οι δύο πορείες που διοργανώθηκαν χθες διακρίνονταν για τα αιθεροβάμονα συνθήματά τους. Η ΓΣΕΕ, μάλιστα, διεκδίκησε πλήρη εργασία για όλους καθώς και «άμεση κατάργηση του συνόλου των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών μνημονιακών διατάξεων», δηλαδή έναν τζάμπα παράδεισο όπου όλοι θα τρώμε, θα πίνουμε και θα ζούμε ευτυχισμένοι στην κοσμάρα μας.

Ο επαγγελματικός συνδικαλισμός αποδεικνύει ότι συνεχίζει να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα.

Ο πατερναλισμός των συνδικάτων, ωστόσο, στο συγκεκριμένο θέμα συναντά τη θέση της βασικής συνιστώσας της κυβέρνησης. Στη δική του ανακοίνωση για την απεργία ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει «τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ισοπεδώνουν τα εργασιακά δικαιώματα» και, μεταξύ άλλων, προτρέπει σε πάλη «για την ουσιαστική επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων και για το δικαίωμα στην πλήρη, σταθερή και αξιοπρεπώς αμειβόμενη εργασία για όλους».

Οι οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού έχουν καταφέρει να ισοπεδώσουν και τον υλισμό (αφού αναφέρονται σε έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από εκείνον στον οποίο τυχαίνει να ασκούν τη διακυβέρνηση) και τη διαλεκτική. Φαίνεται όμως ότι έχουν κοινό. Οτι δηλαδή υπάρχουν ακόμα κάποιοι που πιστεύουν πως η κυβέρνηση η οποία, έπειτα από ένα καταστρεπτικό πεντάμηνο, ψήφισε

το Μνημόνιο, εξειδίκευσε τις διατάξεις του και συνεχίζει να πολιτεύεται αντιαναπτυξιακά αφού αποψίλωσε τη μεσαία τάξη, εξακολουθεί να θρηνεί για την καθίζηση της ελληνικής κοινωνίας –σε αντίθεση με την

«τρόικα εσωτερικού», τα ευρωπαϊστικά κόμματα της αντιπολίτευσης δηλαδή, που προφανώς χαίρονται για το κατάντημα της χώρας.

Είναι ένας τρόπος να κάνεις πολιτική. Αλλα να κάνεις και άλλα να λες. Να λες ότι δεν σε εκφράζει ο Καμμένος που όμως είναι υπουργός σου. Να παριστάνεις τον προστάτη των φτωχών έχοντας πετύχει να αυξηθεί η φτώχεια. Να υπερασπίζεις τους μετανάστες και να αδιαφορείς για τις συνθήκες στις οποίες ζουν. Να παριστάνεις τον διεθνιστή και να κάνεις εθνικιστικές πολιτικές.

Η πολιτική ρητορική της κυβέρνησης τείνει, στο όνομα της Αριστεράς, να μετατραπεί σε ρητορική του ψέματος, τυπικής ένδειξης πολιτικού κυνισμού.