Ως προς τα «καθ’ ημάς», οι καλοί λογαριασμοί, δεν κάνουν μόνο «τους καλούς φίλους». Δίνουν ταυτόχρονα και τον μπούσουλα για μια «εν εαυτοίς» ρεαλιστική αναμέτρηση με αυτοάνοσες εν πολλοίς παθογένειες και αυτόδηλες αγκυλώσεις. Τόσο σε ό,τι αφορά τα πλεονάζοντα ενδογενή προβλήματα. Οσο και σε ό,τι σχετίζεται με τις ευρυνόμενες εξωγενείς απειλές. Κι επομένως για τον προσδιορισμό των επιβαλλομένων αποφάσεων και την προαγωγή των αναγκαίων αντιστάσεων. Η μόνη οδός υπερβάσεως, όσων συγκλίνοντας τείνουν ν’ αποδομήσουν δυνατότητες και ν’ αποθεμελιώσουν προοπτικές. Είτε με όρους εξωγενών κινδύνων κι επαπειλούμενων γεωπολιτικών διεκδικήσεων. Είτε κι εσωτερικά με όρους κοινωνικών αποσταθεροποιήσεων. Κάτω δηλαδή από την επίδραση χρεοκοπικών δυναμικών. Οι οποίες και θ’ αποβούν ενδεχομένως (εάν δεν ανακοπούν) δυνάμει μη αναστρέψιμες.
Αθροίζοντας λοιπόν αυτούς τους δείκτες των (έξωθεν κι έσωθεν) προβλημάτων, έχουμε και λέμε: Κυπριακό. Χρόνιο (κι εν υποτροπή) τραύμα. Ελληνοτουρκικά (εξ Ανατολών) με προδήλως εύφλεκτη δυναμική. «Μακεδονικό» κι από κοντά «Τσάμικο» (από Βορρά) με άδηλες εξελίξεις. Και τουλάχιστον καθόλου θετικές. Κι από κοντά βεβαίως, «Μνημονιακό». Σε συνάρτηση τα πτωχευτικά του παράγωγα. Που είναι μαζί και αιτία και συνέπεια. Οσο και αν αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται αντιφατικό. Δεν είναι. Γιατί ασφαλώς η πτώχευση προηγήθηκε του Μνημονίου ως άδηλη νοσογονία. Και ταυτόχρονα τα Μνημόνια την ανατροφοδότησαν!
Ως εάν λοιπόν όλα συνωμότησαν να συμπέσουν. Και «να την πέσουν» τελικά στον τόπο. Ή περίπου. Καθώς όλα έχουν συν άλλοις επάλληλες παραμέτρους. Αναπαράγοντας ανάλογες υποτροπές. Κι αυτό είναι η τραγική περιπέτεια του αδιεξόδου που βιώνουμε και ο μηχανισμός του.
Αυτό είναι τελικά το καθαυτό πρόβλημα. Που αναδύεται ως δράμα και καταλήγει σε τραγωδία. Χωρίς όμως (δυστυχώς) ορατή κάθαρση. Γιατί εκ προοιμίου, απουσιάζει από τους θεσμικούς διαχειριστές, η καθαρή όραση ως προς το δέον. Και προπαντός η εύτολμη αντίληψη (και η αποφασιστική ανάληψη) του βάρους των ιστορικών ευθυνών. Που περνούν μονοδρομικά, μέσα από επώδυνες παραδοχές και καθόλου ανώδυνες αποφάσεις. Οι οποίες υπερβαίνουν, όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τις αλώβητες παραταξιακές οριοθετήσεις. Προπαντός αυτές. Που αντί να περιστέλλονται, ανατείνουν. Και αντί ν’ αποσοβούνται, απολήγουν σε στεγανές περιχαρακώσεις. Με διχαστικό πρόσημο κι εμφυλιοπολεμική δυναμική. Αισθητή ως πάγιο στοιχείο του φθίνοντος (και πάσχοντος) πολιτικού λόγου.
Οπόταν και το μεγάλο πολιτικό αφήγημα, χάνει το πραγματικό του περιεχόμενο. Αποβαίνοντας μικροκομματική περίπου ιστορία. Ενίοτε και υστερία. Με πρόλογο το δέλεαρ των θώκων. Και ανεπαρκές περιεχόμενο την ηδονή (και φαντασίωση) της εξουσίας. Χωρίς καθόλου βέβαιο τον επίλογο. Και οπωσδήποτε απολύτως αβέβαιο το εθνικώς επέκεινα.
Οπόταν και σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα είμαστε τελικά εμείς! Επιβεβαιώνοντας την ευθύβολη σωκρατική ρήση: «Ημείς αυτοί, ημάς αυτούς και ενικήσαμεν και ηττήθημεν».