Ο θάνατος, πριν από λίγες μέρες, του Πέτρου Φυσσούν ήταν η αφορμή να γίνει λόγος στην παρέα για την τηλεοπτική μεταφορά του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», όπου πρωταγωνιστούσε. Κι έτσι, όπως η μια σκέψη σε οδηγεί στην άλλη, συνειδητοποίησα ότι ο Μ. Καραγάτσης έγραψε τον «Λιάπκιν» στα 25 του χρόνια. Και μέχρι τα 30 του είχε εκδώσει και τη «Χίμαιρα» και τον «Γιούγκερμαν». Οπως άλλωστε και οι περισσότεροι συγγραφείς που καταγράφηκαν ως «η γενιά του ’30» είχαν ήδη κυκλοφορήσει, πριν κλείσουν τα 30 τους χρόνια, σημαντικά έργα τους. Ο Βενέζης, στα 27 του, το «Νούμερο 31328», ο Τερζάκης τους «Δεσμώτες», τη «Μενεξεδένια πολιτεία», την «Παρακμή των σκληρών» και δύο συλλογές διηγημάτων, ο Θεοτοκάς, στα 28 του, την «Αργώ», ενώ ο Πέτρος Χάρης ήταν μόλις 22 όταν έγραψε την «Τελευταία νύχτα της Γης».

Για να μη μείνω στη συγκεκριμένη παρέα, να αναφέρω ενδεικτικά ότι ο Ελύτης ήταν 25 ετών όταν πρωτοκυκλοφόρησε τους «Προσανατολισμούς» και στα 30 του είχε ήδη γράψει τον «Ηλιο τον πρώτο». Ο Βασιλικός από τα 19 μέχρι τα 30 του είχε εκδώσει πέντε – έξι μυθιστορήματα και, προφανώς, σκάρωνε ήδη το «Ζ». Και για να μη συνεχίσω με κατεβατά ονομάτων και τίτλων, να έρθω κατευθείαν στους νεότερους. Ο Χωμενίδης και ο Τατσόπουλος, με το «Σοφό παιδί» και την «Καρδιά του κτήνους» αντίστοιχα, είχαν, πριν από τα 30 τους, δώσει στο κοινό τα διαπιστευτήρια του ταλέντου τους (ή των δαιμόνων που παλεύουν μέσα στην ψυχή και στο μυαλό των ανθρώπων που γράφουν).

Και μόνο με αυτές τις αναφορές, ελλιπές δείγμα από την ελληνική και απειροελάχιστο από την παγκόσμια λογοτεχνία, καταλαβαίνει κανείς πώς οι εσωτερικές διαδρομές που πρέπει να διανύσει ένας συγγραφέας για να παραγάγει έργο τον ωριμάζουν πιο γρήγορα. Ή πιο βιαστικά (γιατί η ψυχούλα του μόνο ξέρει τι είδους βία μπορεί να εμπεριέχει αυτή η διαδικασία). Η σύγκριση δεν έχει βέβαια ποιοτική αναφορά, αλλά στα 30 του ένας επιστήμονας μπορεί να συνεχίζει ακόμη τις σπουδές του, ένας επιχειρηματίας θεωρείται πολύ νέος και ένας πολιτικός μπέμπης. Στην ίδια ηλικία, ένας λογοτέχνης έχει ήδη υπάρξει, περιστασιακά, γέρος. Και μετά θα ξανανιώσει και θα ξαναγεράσει και θα ξανανιώσει πολλές φορές καθώς θα κονταροχτυπιέται με τους ήρωές του. Είναι ο εσωτερικός χρόνος που πυκνώνει καταλυτικά σε σχέση με τον εξωτερικό που διαλύεται, συχνά αφόρητα. Πόσο γοητευτική αλλά και πόσο επώδυνη αυτή η σύγκρουση των δύο χρόνων. Ας μην «πυροβολούμε» λοιπόν τους λογοτέχνες με εκείνες τις κορόνες τύπου «αυτός ξόφλησε» ή «δεν γράφει πια όπως άλλοτε». Στα 30 του μπορεί να έχει ζήσει όσο δεν έχουμε ζήσει εμείς μέχρι τα 80 μας. Γι’ αυτό και κάποιοι επιλέγουν να φύγουν πρόωρα από τη ζωή.

Το σημερινό κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μένη Κουμανταρέα που στα 30 του είχε γράψει τα «Μηχανάκια» και την περασμένη Δευτέρα συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τη δολοφονία του.