Είναι εκεί πάντα στη γωνία με την Πανεπιστημίου. Πήγαινα κάθε μέρα για την πρόβα και πέρναγα για καφέ, με περίμενε. Ντυμένος άθλια, μαλλιά κόκαλο απ’ την απλυσιά, κάτι παπούτσια ξεσκισμένα, πληγές παντού, ακόμα και το βλέμμα πληγωμένο.

Ελεγε κάθε μέρα τα ίδια λόγια με τον ίδιο τονισμό, σαν ρόλος καλά παιγμένος.

–Σας παρακαλώ, κύριε, ό,τι μπορείτε, έχω τρεις μέρες να φάω.

–Ωραία, πάμε να σου πάρω, τι θέλεις;

–Ο,τι να ‘ναι, και λίγο δεν με πειράζει, μόνο να φάω.

Τον έπαιρνα μαζί μου στο καφέ, του έλεγα να διαλέξει κι ύστερα μόλις έβλεπε τα λίγα ρέστα στο ταμείο:

–Να τα πάρω; Να πάω να κάνω ένα μπάνιο, δεν έχω να πληρώσω, θέλουνε λεφτά οι κερατάδες. Οχι, ειλικρινά σας μιλάω, δεν τα θέλω για τίποτ’ άλλο. Να κάνω ένα μπάνιο.

Τον άφηνα να τα πάρει.

Ολο αυτό γινότανε χωρίς να τον κοιτάω, δεν ξέρω γιατί. Σαν να έκανα πως δεν τον βλέπω μήπως κάτι στη ματιά μου τον προσέβαλλε.

Ενα βράδυ αργήσαμε στην πρόβα κι όπως έβγαινα απ’ τη στοά τον είδα με κατεβασμένα παντελόνια, τη σύριγγα στο χέρι να ψάχνει φλέβα να τρυπήσει.

Με το που με κατάλαβε γύρισε πλάτη κι εγώ αμέσως το βλέμμα αλλού σε μια βιτρίνα να παρατηρώ με μεγάλη προσοχή κάτι γοβάκια ξώραφα.

Την άλλη μέρα, όμως, κι οι δυο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα παίξαμε το ίδιο έργο. «Εχω τρεις μέρες να φάω… λίγα ψιλά να πάω να πλυθώ… οι κερατάδες», όλα όπως πάντα.

Μόνο που περνώντας ο καιρός, άρχισε, βλέποντάς τον, να φουντώνει κάτι μέσα μου, όχι δεν ήταν οίκτος, δεν ήτανε συμπόνια, ήταν κάτι άλλο. Ηταν θυμός. Ναι, θυμός. Και δίπλα στον θυμό να σου και μια ενοχή με τη μορφή ενός γιατί. Γιατί θυμός; Ο άνθρωπος δεν μου ‘χει κάνει τίποτα. Ελεγα θα μου περάσει, όμως μέρα με τη μέρα θέριευε (σικελιάνειο ρήμα πού ξεφύτρωσε;), θέριευε αυτός ο θυμός και με καταλάμβανε ολόκληρο. Σχεδόν δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Τον ρώταγα τι να του πάρω, τυρόπιτα ή σουβλάκι, κι η φωνή μου έτρεμε. Ηθελα να τον βρίσω μπροστά σ’ όλο τον κόσμο, να τον καταγγείλω για το κακό που μου ‘χει κάνει. Μα δεν μου ‘χει κάνει τίποτα. Τι μου ‘χει κάνει; Φαίνεται κάτι κατάλαβε η ντοπαρισμένη του ψυχή και ένα πρωί, καθώς με είδε από μακριά, γυρνάει σε έναν περαστικό και με μάτια να γυαλίζουν, το σώμα ελατήριο τεντωμένο, άρχισε να ουρλιάζει.

–Μη με πλησιάζεις, πούστη, έχω AIDS, θα σε δαγκώσω ή θα σου χώσω τη σύριγγα στον κώλο να ψοφήσεις, κερατά.

Μίλαγε σ’ αυτόν αλλά κοίταγε κι εμένα. Με το ίδιο βλέμμα το πυρπολημένο.

Από κείνη τη μέρα, πέρναγα κι έκανε πως δεν μ’ έβλεπε. Πέρναγα και ούτε που τον κοιτούσα.

Μόνο που άρχισε ένας φόβος. Φοβόμουν. Οχι όταν τον συναντούσα. Οχι. Γυρνώντας βράδυ σπίτι αργά, φοβόμουν πως κάπου θα ‘ταν κρυμμένος πίσω απ’ τα δέντρα. Εβαζα το κλειδί στην πόρτα κι έλεγα, να δεις, θα είναι μέσα και θα με περιμένει. Κι αν όχι στο σπίτι, κάπου χειρότερα. Μέσα μου, εντός μου, έχει τρυπώσει, έχει στρογγυλοκαθήσει και δεν λέει ποτέ να φύγει.

Θα το συνηθίσω κι αυτό.

Οπως όλα.

Καλημέρα σας.