Επιμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι θα χρειαστούν επιπλέον μέτρα, 2% του ΑΕΠ ή 4,2 δισ. ευρώ, προκειμένου να επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως προκύπτει από τις χθεσινές δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου του Τζέρι Ράις.
Ετσι το τοπίο βαραίνει ενόψει της επιστροφής των εκπροσώπων των δανειστών την ερχόμενη εβδομάδα, προκειμένου να ξεκινήσουν και πάλι οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Ο Ράις ξεκαθάρισε χθες ότι κατ’ αρχάς το Ταμείο δεν ζητά πρόσθετα μέτρα, αλλά μείωση του χρέους. Από τη στιγμή, όμως, που η Ευρώπη επιλέγει –και η Ελλάδα αποδέχεται –να μη μειώσει το χρέος, αλλά να θέσει αντ’ αυτού υψηλούς στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τότε τα πρόσθετα μέτρα ειναι μονόδρομος για το ΔΝΤ. Κι αυτό γιατί θεωρεί ότι με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνεται μόνο 1,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Αρα λείπουν μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 4,2 δισ. ευρώ για να φτάσουμε στο 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.
«Το 3,5% σημαίνει περισσότερη λιτότητα» παραδέχθηκε ο εκπρόσωπος του Ταμείου στην τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων. «Το ΔΝΤ δεν ζητά περισσότερη λιτότητα» υποστήριξε. Το ΔΝΤ, συνέχισε, θεωρεί ότι ο κατάλληλος στόχος είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα υφιστάμενα μέτρα. Εχουμε κάνει σαφή την προτίμησή μας», είπε, «στο 1,5% του ΑΕΠ, περιλαμβανομένης και της πρόσφατης δήλωσής μας για την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο του άρθρου IV. Αν όμως η ευρωζώνη και η Ελλάδα αποφασίσουν για υψηλότερο στόχο, εμείς μπορούμε να ζήσουμε με αυτό, αρκεί ο στόχος να υποστηρίζεται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Να διασφαλίσουμε ότι τα μέτρα είναι εκεί» τόνισε.
ΚΑΛΟ ΑΛΛΑ ΛΙΓΟ. Σε ό,τι αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ο Ράις είπε ότι το ΔΝΤ τα καλωσορίζει ως ένα σημαντικό βήμα, αλλά δεν αναμένεται να είναι αρκετά για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Σημειώνεται ότι για το ίδιο θέμα χθες η Citigroup ανέφερε ότι με βραχυπρόθεσμα μέτρα η ελάφρυνση είναι ελάχιστη και δεν αλλάζει τη βιωσιμότητα του χρέους. Ο ίδιος δεν προσδιόρισε πότε θα είναι έτοιμη η επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του Ταμείου, λέγοντας ότι εξαρτάται από το πρόγραμμα του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου.
Πάντως, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ τόνισε ότι το Ταμείο ασχολείται εντατικά με τη διαπραγμάτευση για το ελληνικό πρόγραμμα και επιθυμεί να υπάρξει σύντομα συμφωνία. Μάλιστα, παρατήρησε ότι και χθες υπήρχε μια τηλεδιάσκεψη γι’ αυτό. Οι διαφορές απόψεων είναι φυσιολογικές στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, είπε. Εξάλλου, διέψευσε ότι υπάρχουν διαφωνίες εντός των κόλπων του Ταμείου για τη συμμετοχή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως διαδίδεται από ορισμένες ευρωπαϊκές πηγές.
ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία εκφράζονται ανησυχίες για την τύχη που θα έχει η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Η εφημερίδα «Μπιλντ» ανέφερε προχθές σε ρεπορτάζ της ότι μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών επικρατεί ενόχληση λόγω του ότι δεν διασφαλίσθηκε η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα από φέτος. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση χθες, η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών Φρεντερίκε φον Τιζενχάουζεν είπε ότι το Βερολίνο συνεχίζει να προσβλέπει στη συμμετοχή του ΔΝΤ, αλλά προϋπόθεση γι’ αυτή τη συμμετοχή είναι να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. Από τη στιγμή που δεν έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, είπε η Τιζενχάουζεν, δεν μπορεί να υπάρξει και απόφαση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ ώς το τέλος του έτους. Η απόφαση μετατίθεται για την επόμενη χρονιά.
Η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην αξιολόγηση θα οδηγήσει μοιραία και σε καθυστέρηση της απόφασης για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε πάντως χθες στη Βουλή ότι το δημοσιονομικό κενό για το 2017 και το 2018 έχει σχεδόν κλείσει, ότι υπάρχει μια μικρή διαφορά 20 εκατ. ευρώ για τον επόμενο χρόνο και λίγο μεγαλύτερη για το 2018, αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Πρόσθεσε, όμως, ότι υπάρχουν και τα εργασιακά, «όπου η θέση μας είναι να επιστρέψουν οι συλλογικές συμβάσεις και η επεκτασιμότητα».