Η αρχική ιδέα ήταν μια συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών και Αμυνας της Βουλής στο ακριτικό Καστελλόριζο. Θα ήταν, σύμφωνα με το σκεπτικό του, η απάντηση της χώρας στην προκλητική ρητορική του Ερντογάν. Με παρέμβαση του Νίκου Βούτση –μετά και τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης –ο Πάνος Καμμένος αναγκάστηκε να περιοριστεί σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη συνοδεία βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας, της Ενωσης Κεντρώων και της ΧΑ. Αυτό δεν τον πτόησε. Το σόου είχε απ’ όλα. Ελικόπτερα Σινούκ, ευχές στους φαντάρους και στεφάνια στον τάφο της Κυράς της Ρω. Μπόλικο, δηλαδή, εθνικοπατριωτισμό σαν αυτόν που κυριαρχούσε στη δημόσια ζωή τη μακρινή δεκαετία του 1990.

Ο ντόρος έγινε γιατί έβαλε στο κάδρο τη ΧΑ. Ομως και χωρίς τους νεοναζί στα φωτογραφικά ενσταντανέ, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τον κρίσιμο τομέα της εξωτερικής πολιτικής και δη των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο Καμμένος είναι –για να το πούμε κομψά –ρετρό. Βρίσκεται στην εποχή προ 1999. Προ, δηλαδή, της συμφωνίας του Ελσίνκι. Σε εκείνη τη Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα είχε δώσει το πράσινο φως ώστε η Τουρκία να πάρει τον τίτλο της «υποψήφιας χώρας-μέλους» με την ταυτόχρονη όμως δέσμευση για την παραπομπή όλων των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών στη Χάγη. Η εποχή της «τουρκοφαγίας» είχε παρέλθει. Προηγήθηκε η περίφημη «διπλωματία των σεισμών». Οι δύο μεγάλοι σεισμοί σε Νικομήδεια και Αθήνα –τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999 αντίστοιχα –έφεραν την κοινή γνώμη των δύο χωρών πιο κοντά έπειτα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις των Ιμίων, των S300 και του Οτζαλάν. Το επιβεβαίωναν, άλλωστε, και οι μετρήσεις που είχε τότε στα χέρια της η ελληνική κυβέρνηση.

ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ. Οι αντιτουρκικές κορόνες –και γενικώς η θυμική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών –παραμένουν παρελθόν για όλους πλην του νυν υπουργού Αμυνας. Τι κι αν ο Αλέξης Τσίπρας ακολούθησε τη γραμμή της προσέγγισης, παρακολουθώντας ακόμη και φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου παρέα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου; Ο υπουργός Αμυνας στις αρχές του μήνα με φόντο τα πέτρινα κτίσματα του φυλακίου της Μολυβδοσκέπαστης, στην Ηπειρο, δήλωνε «αν ο κ. Ερντογάν θέλει να καταργήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης θα επιστρέψουν στη Συνθήκη των Σεβρών». Σε πρόσφατη συνέντευξη «προειδοποίησε» τους γείτονες ότι «όταν θα πάνε να απειλήσουν την πατρίδα μας θα ακούσουν την απάντηση και θα ξέρουν ότι εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι στο όνομα της διπλωματίας να κάνουμε πίσω σε αυτά που αποτελούν εθνική κυριαρχία».

Η τελευταία αυτή δήλωση θα μπορούσε να έχει εκστομιστεί στα 90s. Τότε, ο δημόσιος λόγος ήταν διαποτισμένος με όλες τις φαντασιώσεις και τους φόβους του ελληνικού εθνικισμού. Στις αρχές της δεκαετίας το θέμα ήταν το Μακεδονικό, με τον Αντώνη Σαμαρά να εμφανίζεται ακόμη και στο CNN για να δηλώσει ότι οι Σκοπιανοί θεωρούν πως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Γιουγκοσλάβος. Το 1996, μετά το «ευχαριστώ» του Κώστα Σημίτη από κοινοβουλευτικού βήματος στους Αμερικανούς για την παρέμβασή τους, προκειμένου να αποκλιμακωθεί η κρίση των Ιμίων, η αντιπολίτευση εξαπέλυε εθνικιστικά βέλη εναντίον του πρωθυπουργού. Ο Εβερτ μιλούσε για «εγκατάλειψη εθνικού εδάφους». Ο Σαμαράς για «πρωτοφανή εθνική ήττα». Ο Βύρων Πολύδωρας αναπολούσε την «αξιοζήλευτη» πολεμική προετοιμασία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Η επικοινωνιακή κίνηση, ωστόσο, που οι περισσότεροι θυμούνται είναι αυτή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Μιλτιάδη Εβερτ, να κολλά γαλανόλευκα σημαιάκια πάνω στον χάρτη.

Βέβαια, σε αυτό το μήκος κύματος δεν ήταν μόνο οι δεξιοί πολιτικοί. Ακόμη και μέσα στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος υπήρχε το λεγόμενο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ. Επιφανείς εκπρόσωποι του οποίου ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης –που βρίσκεται πια στους Ανεξάρτητους Ελληνες με βασικό του παράσημο ότι «είναι ο μοναδικός έλληνας πολιτικός που έχει μιλήσει δημοσίως με σκληρή γλώσσα για το τουρκικό προξενείο» στη Θράκη –και ο Στέλιος Παπαθεμελής.

ΤΟΠ ΓΚΑΝ. Οι επισκέψεις Καμμένου στην «εσχατιά της Ελλάδος» με ή χωρίς παραλλαγή βατράχου θα μπορούσαν να είναι μέρος του ρεπερτορίου που εκτελεί όποιος κάθεται στη συγκεκριμένη υπουργική καρέκλα. Κι άλλοι έχουν φορέσει μιλιτέρ τζάκετ ή rayban γυαλί α λα Τοπ Γκαν. Θα μπορούσαν ακόμη να ιδωθούν ως φολκλoρική προσέγγιση εκλογικής πελατείας. Ομως για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια στην Τουρκία ανεβάζουν επικίνδυνα τους τόνους. Και ο καμμενικός λόγος όχι μόνο τους προσφέρει άλλοθι, αλλά κυρίως αγνοεί τον απαράβατο κανόνα της εξωτερικής πολιτικής: ότι δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια αλλά μόνο εθνικά συμφέροντα.