Κυλάει ο άτιμος ο χρόνος. Φεύγει. Και παίρνει μαζί του γέλιο και κλάμα, χαρές και λύπες, φωνές και σιωπή, έρωτες και απογοητεύσεις. Οταν περνάς τα δαιδαλώδη φουσκωμένα ποτάμια του, σαν τον Νερέτβα, αναλογίζεσαι το παρελθόν. Πού ήσουν, πού πηγαίνεις. Και ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, αγέρωχος και Πρίγκιπας όπως πάντα, ακόμη και στα 68 χρόνια του που κλείνει σήμερα, έχει πολλά να θυμάται.
Θα λέγαμε πως ένα δώρο που θα ήθελε να κάνει ο ίδιος στον εαυτό του μπορεί να ήταν να μεταθέσει την εορτή των γενεθλίων του για ένα Σάββατο. Ναι, για τις 17 Δεκεμβρίου, τότε που θα παίξει στην Αθήνα ένα (επίσης) τέκνο της Βοσνίας, ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Αμφότεροι έχουν κοινά βιώματα, εμφυλίους πολέμους και δυσκολίες, τους ενώνει όμως το πάθος για την πατρίδα και η νοσταλγία για τις όμορφες μέρες του «πριν».
Ο Ντούσκο είναι εδώ, με το ένα πόδι στο παρόν, δυνατός, επικεφαλής του ποδοσφαιρικού τμήματος της ΑΕΚ , της ομάδας που υπεραγαπά και υπηρετεί, με διαλείμματα έστω, κοντά 39 χρόνια! Το μακρινό ’77 η Νέα Φιλαδέλφεια αντίκρισε για πρώτη φορά τον ψηλόλιγνο διάσημο στράικερ με το αινιγματικό ή και αδιόρατο χαμόγελο. Με τα μάτια – φάρους που έλαμπαν και στην πορεία φώτισαν όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το να καταγραφεί ξανά η πορεία του στον εγχώριο αθλητισμό, φαντάζει μάταιο. Ποιος δεν γνωρίζει τα κατορθώματα του Ντούσκο; Τους τίτλους που κατέκτησε ως παίκτης; Τους αντίστοιχους που πανηγύρισε ως προπονητής; Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι από το 1988 μέχρι το 1999 ο τίτλος πήγαινε ή στον Παναθηναϊκό ή σε ομάδα που προπονούσε ο Μπάγεβιτς! Ασύλληπτα ρεκόρ από τον άνθρωπο που παραμένει αξεπέραστος για κάποιους, αληθινός Πρίγκιπας, αλλά και για τους άλλους, αυτούς που τον έχουν ταξινομήσει στους προδότες στη συνείδησή τους. Δεκαετίες μετά την πρώτη γνωριμία μας, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο Ντούσαν ναυάγησε στα όνειρά του και σε μια κατάσταση εκρηκτική, σαν το ανταριασμένο πέλαγος της πολυθρησκευτικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο.
Οπως όλοι οι σπουδαίοι και (ίσως) ανεξερεύνητοι, παραμένει γοητευτικά μυστηριώδης. Διχαστικός. Τον λατρεύουν. Ή τον μισούν. Ή μήπως λατρεύουν να τον μισούν γιατί κάποτε ήταν ο θεός τους; Δεν είναι άμαθος στις δυσκολίες. Η ιδιότυπη σχέση με τους οπαδούς λειτούργησε σαν θερμοκήπιο όπου άνθισε, εν μέσω χειμώνα, η καλύτερη ΑΕΚ όλων των εποχών, αυτή της δεκαετίας του ’90 όταν την αποθέωσαν φίλοι και την παραδέχθηκαν αντίπαλοι.
«Αγαπώ τον Μπάγεβιτς και τα λάθη του» είπε σε μια έξυπνη ατάκα ο Δημήτρης Μελισσανίδης το 1995 και με αυτή έδειξε πως ο «ψηλός» θα είχε εσαεί πίστωση χρόνου και εμπιστοσύνη προκειμένου να δημιουργήσει ομάδα ελκυστική. Για τα σφάλματα υπεύθυνοι ήταν άλλοι. Οπως και να ‘χει, ο Ντούσκο διέπρεψε και λατρεύτηκε παθολογικά από τον κόσμο που είδε ένα σημείο αναφοράς. Μέχρι…μέχρι το ’96 και το «ναι» στον Σωκράτη Κόκκαλη που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Ολα γνωστά, αν και κάποτε σε ένα βιβλίο (του) πιθανόν να μάθουμε λεπτομέρειες της σχέσης του με τον Μιχάλη Τροχανά και τα γιατί. ‘Η το «τι είναι και πώς είναι»,μια φράση που εκστομίζει και βγαίνει από τη δύσκολη θέση, καθόσον χρόνια στα μέρη μας και με την ελληνική υποκοότητα πλέον, δεν νιώθει ασφάλεια και σιγουριά για «εξεζητημένες» ελληνικές φράσεις.
Από τον Δεκέμβριο του 2012 και δώθε, όταν και εγκατέλειψε τον πάγκο του Ατρομήτου, φόρεσε τα γυαλιά του και παρακολουθεί από υψηλές θέσεις την εξέλιξη της πορείας της ΑΕΚ. Μάτι του Δημήτρη Μελισσανίδη στο ποδοσφαιρικό τμήμα της ΑΕΚ, ενίοτε βάλλεται πανταχόθεν για επιλογές ή αποφάσεις του. Παραμένει, όμως, διαχρονικός φίλος με τον άνθρωπο που ουσιαστικά διοικεί την ομάδα, στις κοινωνικές εκδηλώσεις κάθονται κοντά και η γνώμη του πάντα μετρά. Το αν επέμενε για τον Δέλλα και τον Κετσπάγια, ασφαλώς έχει τη σημασία του, έγινε όμως με την προοπτική να βγάλει κάποτε η ΑΕΚ έναν τεχνικό – δικό της παιδί και να μην κατηγορηθεί ο ίδιος για προπονητοφάγος. Αυτό ερμηνεύεται από ορισμένους ως αποφυγή να λάβει αποφάσεις καίριες και είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα φαίνεται ελαφρώς αποστασιοποιημένος από τα καθήκοντά του. Βλέπει, ακούει, συνεργάζεται με τον (κόουτς) Μοράις, ίσως όμως δεν είναι πλέον καταλύτης εξελίξεων. Παρωχημένος; Είδαμε και τους άλλους τους σύγχρονους! Αυτούς τους προπονητές που φέρνουν στις ελληνικές ΠΑΕ καραβιές άγνωστων ξένων και μετρούν γκολ σε Ελλάδα και Ευρώπη. Ο Μπάγεβιτς που εξέλιξε παίκτες άσημους και εκτίναξε τις ποδοσφαιρικές τους μετοχές, πάντα μπορεί να παίξει έναν ρόλο καθοδηγητή και άλλωστε, μόνο εμπαθείς αρνούνται ότι υπό την εποπτεία του είδαμε σε ΑΕΚ και Ολυμπιακό καταπληκτικό ποδόσφαιρο.
Το όνομά του, έστω κι αν φαίνεται πως έχει αποσυρθεί από την πρώτη γραμμή, λάμπει στη μαρκίζα. Ντούσκο είναι αυτός. Οπως τότε, αρχές δεκαετίας του ’90 που άνοιξε μαγαζί με αυτοκίνητα στην Αχαρνών. Ή αργότερα που ήταν συνέταιρος του Τζόλε σε εστιατόριο. Τώρα, μπορεί να μην απολαμβάνει με σοφία το πούρο του, ωστόσο παραμένει δυνατός στο τάβλι και στο τένις –φυσικά και στο ποδοτένις ή ποδοβόλεϊ για τους γνωρίζοντες. Δίπλα στη Μπέγκα, νοητά στη γέφυρα Μόσταρ, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς τηςUNESCOκαι διά ζώσης στον Κλέαρχο της Νέας Μάκρης για ψάρια. Ολα κι όλα –παραμένει εκλεκτικός στις επιλογές του.