Τον Μάρτιο του 2014, την επομένη της βαριάς ήττας των γάλλων Σοσιαλιστών στις δημοτικές εκλογές, ο τότε υπουργός Βιομηχανίας Ανάκαμψης Αρνό Μοντμπούρ έστειλε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας μια επιστολή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, είχε στείλει και στο παρελθόν ανάλογες επιστολές χωρίς να παίρνει συνήθως απάντηση. Αυτή τη φορά όμως ήταν αποφασισμένος. «Αν δεν αλλάξει η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση», έγραφε, «εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω». Και αυτή τη φορά ο Φρανσουά Ολάντ απάντησε. Διόρισε τον Μοντμπούρ υπουργό Οικονομίας στην κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς και του έστειλε τον ίδιο τον πρωθυπουργό να τον διαβεβαιώσει ότι η λιτότητα δεν θα συνεχιζόταν. Πέρασαν τρεις μήνες. Και μια ωραία καλοκαιρινή ημέρα, πρόεδρος και πρωθυπουργός δήλωσαν με μια φωνή: «Δεν αλλάζουμε πορεία». Η ρήξη ήταν ζήτημα χρόνου. Δύο εβδομάδες μετά ο Μοντμπούρ υπέβαλε την παραίτησή του.

Η αλήθεια είναι ότι ο γεννημένος το 1962 επιτυχημένος δικηγόρος, δεινός ρήτορας και φιλόδοξος πολιτικός λάτρευε πάντα τις προκλήσεις. Γιος ενός κρεοπώλη και μιας εκπαιδευτικού, απασχόλησε για πρώτη φορά την επικαιρότητα το 1993, όταν υπερασπίστηκε στο δικαστήριο τον Κριστιάν Ντινιτιέ, δολοφόνο του πρώην αστυνομικού διοικητή του Βισί. Δύο χρόνια αργότερα κατέθεσε αγωγή κατά του τότε αντιδημάρχου του Παρισιού Αλέν Ζιπέ επειδή είχε διατάξει τη μείωση του ενοικίου ενός πολυτελούς διαμερίσματος 190 τετραγωνικών μέτρων όπου έμενε ο γιος του. Δίωξη εναντίον του Ζιπέ δεν ασκήθηκε ποτέ, αλλά ο γιος του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το διαμέρισμα. «Ενας ανερχόμενος συνήγορος και διώκτης του Αλέν Ζιπέ», έτσι θα χαρακτήριζε η «Λιμπερασιόν» τον Μοντμπούρ.

Για πρώτη φορά εξελέγη βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1997. Το 2006 προσπάθησε να λάβει μέρος στις προκριματικές εκλογές, αλλά δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τις 30 υπογραφές που χρειάζονταν. Αρκέστηκε έτσι στη θέση του εκπροσώπου Τύπου της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα πάθη του –και το στόμα του. «Το μόνο της ελάττωμα είναι ο σύντροφός της» δήλωσε μια μέρα, αναφερόμενος φυσικά στον Φρανσουά Ολάντ, και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Το βράδυ της ήττας της Ρουαγιάλ από τον Νικολά Σαρκοζί, όμως, επανήλθε. «Παρήλθε η εποχή των γηραιών ελεφάντων», δήλωσε, «ώρα για τα νεαρά λιοντάρια».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, έχοντας πια καταφέρει να είναι υποψήφιος για το χρίσμα, συνέκρινε την καγκελάριο Μέρκελ με τον καγκελάριο Βίσμαρκ, όχι για την ικανότητά της να ενώσει τη Γερμανία, αλλά για τον δεσποτικό της τόνο. Και τον Αύγουστο του 2013 τα έβαλε με τις Βρυξέλλες. «Είναι όλοι τους μαλάκες» είπε σε συνέντευξή του στη «Μοντ», ενώ μιλώντας κατ’ ιδίαν στον συντάκτη χαρακτήρισε τον εαυτό του αναντικατάστατο.

Στην primaire του 2011, ο Μοντμπούρ είχε κατακτήσει την τρίτη θέση με 17%. Και είχε ήδη τοποθετηθεί ιδεολογικά στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Πέντε χρόνια μετά και αφού πέρασε για λίγο από τον ιδιωτικό τομέα, ρίχνεται ξανά στη μάχη για το χρίσμα, χαρακτηρίζοντας την υποψηφιότητά του «σοσιαλρεπουμπλικανική», σε αντίθεση με τη «σοσιαλφιλελεύθερη» πολιτική του μεγάλου αντιπάλου του, του Μανουέλ Βαλς. «Τι είναι ο φιλελευθερισμός;» αναρωτιέται σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε προχθές στο περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ». «Είναι το laissez-faire, είναι να τα δίνεις όλα. Υποχωρήσαμε μπροστά στη λιτότητα που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υποχωρήσαμε μπροστά στις καταχρήσεις ορισμένων πολυεθνικών, υποχωρήσαμε μπροστά στη δύναμη των GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon), υποχωρήσαμε μπροστά στις συνθήκες ελεύθερου εμπορίου που διαπραγματεύτηκε η Κομισιόν στο όνομά μας αλλά στην πλάτη μας, αφήσαμε βιομηχανικά διαμάντια να φύγουν το ένα μετά το άλλο».

Κι εκείνος δηλαδή τι θα κάνει αν εκλεγεί; Θα εφαρμόσει έναν «οικονομικό πατριωτισμό» (δηλαδή προστατευτισμό) και θα εργαστεί για τον εξανθρωπισμό της παγκοσμιοποίησης. Ο κύριος «Made in France» θα αναζητήσει ξένες επενδύσεις για τη χώρα του και ταυτόχρονα θα υποστηρίξει την επιβολή πανευρωπαϊκών δασμών για τα προϊόντα που εισάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Αν η Κομισιόν δεν συμφωνήσει, θα επιδιώξει μια ενισχυμένη συνεργασία με ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία. Αν ο Αλέξης Τσίπρας οραματιζόταν ένα μέτωπο του Νότου που θα αντιστεκόταν στο Βερολίνο, ο Μοντμπούρ προτιμά να μιλά για μια «μειονότητα μπλοκαρίσματος» ή καλύτερα για μια «μειονότητα διαλόγου». Απέναντι στον συντηρητικό συνασπισμό που διευθύνει η Γερμανία, λέει, «πρέπει να συγκροτήσουμε έναν προοδευτικό συνασπισμό. Για να σώσουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση, πρέπει να τη σώσουμε από τον ίδιο της τον εαυτό».

Ο Αρνό Μοντμπούρ ξέρει ότι η εποχή ευνοεί τους «αντισυστημικούς». Κι έχει κάθε λόγο να παρουσιάζεται ως τέτοιος απέναντι στον Βαλς, τον οποίο κατηγορεί ότι «μερικές φορές δείχνει να μη θέλει πια να ανήκει στην οικογένεια της Αριστεράς». Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρνουν τον πρώην πρωθυπουργό και τον ίδιο να κατακτούν τις δύο πρώτες θέσεις στον πρώτο γύρο των primaires του Ιανουαρίου (45% Βαλς, 28% Μοντμπούρ) και να αναδεικνύονται πρακτικά ισόπαλοι στον δεύτερο (51% Βαλς, 49% Μοντμπούρ).

Ολα είναι λοιπόν ανοιχτά για τον «τρελό του τρίτου ορόφου», όπως αποκαλούσαν τον Μοντμπούρ όταν ήταν υπουργός Οικονομικών. Για να εκπληρώσει βέβαια το όνειρό του, θα πρέπει να αποκλείσει τη Μαρίν Λεπέν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και να νικήσει τον Φρανσουά Φιγιόν στον δεύτερο. Δύσκολα πράγματα, ακόμη και για λιοντάρια. Ιδίως αν δεν είναι πια και τόσο νεαρά.