«Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα», είχε πει ο Τζον Ανταμς το 1770, όταν ασκούσε ακόμη τη δικηγορία, 27 χρόνια προτού αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ, «και όποιες και αν είναι οι επιθυμίες μας, η προδιάθεσή μας ή οι επιταγές των παθών μας, δεν μπορούν να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα των γεγονότων και των αποδείξεων». Μια αιωνιότητα αργότερα, η Ενωση για τη Γερμανική Γλώσσα (GfdS) ανακοίνωσε χθες από το Βισμπάντεν όπου εδρεύει την επιλογή της για τη «λέξη της χρονιάς»: postfaktisch, μετα-αλήθεια. Την ίδια ακριβώς έκφραση, στην αγγλική και γνωστότερη εκδοχή της post-truth, είχε ανακηρύξει «λέξη της χρονιάς» στα μέσα του Νοεμβρίου, μόλις μια εβδομάδα μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, πέντε μήνες μετά την επικράτηση του Brexit στη Βρετανία, το Λεξικό της Οξφόρδης. Η Χίλαρι Κλίντον δεν τη χρησιμοποίησε κατά την ομιλία που απηύθυνε το βράδυ της Πέμπτης στο Κογκρέσο, στη διάρκεια μιας τελετής προς τιμήν του Χάρι Ράιντ, του επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία που παίρνει τη σύνταξή του. Εκρουσε όμως και αυτή τον κώδωνα του κινδύνου απέναντι σε ένα φαινόμενο που λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις και απειλεί, όπως επεσήμανε, τη δημοκρατία.
«Πρέπει να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία μας απέναντι στην επιδημία των ψευδών κακόβουλων ειδήσεων και της ψευδούς προπαγάνδας που έχουν κατακλείσει τα σόσιαλ μίντια εδώ και έναν χρόνο» δήλωσε η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος στη δεύτερη, μόλις, δημόσια εμφάνισή της έπειτα από την ήττα της στις προεδρικές εκλογές. «Είναι πλέον σαφές πως τα επονομαζόμενα “fake news” μπορούν να έχουν συνέπειες στον πραγματικό κόσμο. Δεν πρόκειται για πολιτική ή κομματισμό. Κινδυνεύουν ζωές. Ζωές απλών ανθρώπων που προσπαθούν απλά να συνεχίσουν τη ζωή τους, να δουλέψουν, να προσφέρουν στην κοινότητά τους. Ηγέτες από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα πρέπει να αναλάβουν δράση ώστε να προστατεύσουν τη δημοκρατία μας και τις ζωές αθώων, υπάρχει επιτακτική ανάγκη» πρόσθεσε. Η ίδια η Χίλαρι Κλίντον (καθώς και ο Μπιλ Κλίντον) βρέθηκε επανειλημμένως στο στόχαστρο αυτής της «επιδημίας ψευδών ειδήσεων» στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η προειδοποίησή της, ωστόσο, περιελάμβανε μια προφανή αναφορά στην εισβολή ενός ενόπλου σε μια πιτσαρία της Ουάσιγκτον την περασμένη Κυριακή.
Ο 28χρονος Εντγκαρ Μάντισον Ουέλς πυροβόλησε επανειλημμένως, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα, στο εσωτερικό της πιτσαρίας Comet Ping Pong: είχε μεταβεί εκεί για «να ερευνήσει αυτοβούλως» την υπόθεση του λεγόμενου Pizzagate, δηλαδή τις φήμες που είχαν κυκλοφορήσει προεκλογικά στο Διαδίκτυο ότι η πιτσαρία ήταν άντρο κυκλώματος παιδόφιλων, στο οποίο ενέχονταν η Χίλαρι Κλίντον κι ένας απ’ τους συνεργάτες της, ο Τζον Ποντέστα. Την εντελώς αβάσιμη θεωρία είχαν διαδώσει στο Ιντερνετ ακροδεξιά blogs, την υιοθέτησε όμως και ο 33χρονος Μάικλ Φλιν τζούνιορ, γιος του νέου συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος σε tweet του μετά την έφοδο του ενόπλου έγραψε ότι «το Pizzagate παραμένει είδηση, μέχρι να αποδειχθεί αναληθής».
Κατόπιν αυτού, ο Μάικλ Φλιν τζούνιορ αποχώρησε απ’ τη μεταβατική ομάδα του Τραμπ. Γεγονός παραμένει ότι η μετα-αλήθεια, μια πολιτική κουλτούρα βασισμένη περισσότερο στα συναισθήματα και στα πάθη παρά στα γεγονότα και στην αλήθεια, με τους πολίτες πρόθυμους να αποδεχθούν πασιφανή ψεύδη, συνέβαλε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Οσο περισσότερες μη-αλήθειες έλεγε ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος τόσο περισσότερο τον αντάμειβαν οι υποστηρικτές του, θεωρώντας τον κάποιον που τα λέει «έξω από τα δόντια». Οπως επεσήμανε η δημοσιογράφος του Politico Σούζαν Γκλάσερ σε μια μελέτη με θέμα την εκλογική κάλυψη για λογαριασμό του Brookings Institution, «ούτε καν το fact-checking των όσων έλεγε δεν είχε αποτέλεσμα∙ όσο περισσότερα ειδησεογραφικά Μέσα το έκαναν τόσο λιγότερη απήχηση είχαν τα πραγματικά δεδομένα».