Μανιάζει το φευγιό

Κουίζ μετά μανίας: Ποιος διευθυντής και διοικητικό συμβούλιο δημόσιου πολιτιστικού οργανισμού προκαλούν οξύνσεις (και απειλές) με τους εργαζομένους και μεταξύ τους, καθώς βλέπουν ότι δεν θα… δουν επόμενη θητεία στους θώκους τους; Οι ευρόντες θα κερδίσουν μια θέση στον Παράδεισο.

Ενας αλιεύς προσφύγων. Και πτωμάτων. Μια υπάλληλος εισπρακτικής εταιρείας. Οι ιστορίες τους, οι αφηγήσεις τους, οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις τους. Ιδού η «Λαμπεντούζα» του Βρετανού Αντερς Λουστγκάρντεν, που σκηνοθέτησε και ανέβασε στο θέατρό του, του Νέου Κόσμου, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Με φόντο κατά το ήμισυ το εμβληματικό για το Προσφυγικό νησί Λαμπεντούζα, στα ανοιχτά της Ιταλίας, και κατά το ήμισυ το Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης γοητεύθηκε με τον τρόπο που ο Λουστγκάρντεν «κάνει αφηγηματικό θέατρο, μπερδεύει τους χρόνους, το παρόν με το παρελθόν και προτείνει έναν νέο τρόπο –και χρόνο –γραφής. Πώς, ενώ πιάνει ένα δραματικό θέμα, μπορεί να το εμφορήσει με χιούμορ», όπως μου λέει. «Είναι ένα έργο πολύ ανθρώπινο, βασισμένο σε ένα στοιχείο που έχουμε ξεχάσει ότι είναι πολύ βασικό: να μη μιλάμε πολιτικά για το τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας ή μετανάστης, αλλά να μιλάμε για το Καλό, την καλοσύνη, την αγάπη που μπορεί να αλλάξει πράγματα. Δεν μιλάει με τον τρόπο της τηλεόρασης ή των στατιστικών –ξέρει ότι ο κόσμος έχει μπουχτίσει από αυτό –και αυτό με αγγίζει πολύ». Από την πλευρά του ο Αντερς Λουστγκάρντεν (φωτογραφία), που ήρθε την Πέμπτη στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τη «Λαμπεντούζα» του, θεώρησε ότι «υπήρχαν πολλές πτυχές του έργου που ανακαλύφθηκαν από τους συντελεστές της παράστασης και δεν τις είχα σκεφτεί ή φανταστεί. Ενας συγγραφέας δεν είναι δεδομένο πάντα ότι έχει καταλάβει απόλυτα το έργο του». Ο ίδιος πιστεύει ότι «η Ευρώπη όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τις συνέπειες της μεταναστευτικής κρίσης, αλλά αρνείται και να παραδεχτεί τις πραγματικές της αιτίες που πηγάζουν στην ίδια». Τρεις είναι οι βασικές αιτίες: «Πρώτη, η κλιματική αλλαγή (στη Συρία, π.χ., προηγήθηκαν πέντε χρόνια μεγάλης ξηρασίας, αναγκάζοντας τους πληθυσμούς της υπαίθρου να μετακινηθούν στα αστικά κέντρα (όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη της γης), όπου οι τριβές αυξήθηκαν και έγιναν εμφύλιος. Για την κλιματική αλλαγή η Ευρώπη και η βιομηχανική επανάσταση φέρουν τεράστιες ευθύνες. Δεύτερη αιτία, οι στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως η παρέμβαση ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Λιβύη, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ. Και τρίτη αιτία, οι οικονομικές επεμβάσεις σε βαθμό στραγγαλισμού των πιο χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων για χάρη των οικονομικών ελίτ. Για να κερδίζουν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες και οι πολυεθνικές εταιρείες», όπως είπε χαρακτηριστικά.

Το διαφορετικό… αλλιώς. Η ηρωίδα Ντενίζ (η γοητευτική Χαρά-Μάτα Γιαννάτου) είναι μιγάδα και γυναίκα στην Αγγλία και κάνει και μια «ανδρική» δουλειά στην εισπρακτική εταιρεία. Δεν είναι εύκολα όλα αυτά για όσους έχει απέναντί της. «Μέσω της Ντενίζ ο συγγραφέας μιλάει για το δικαίωμα να είσαι διαφορετικός, αλλά και για τον ρατσισμό. Και για κάτι άλλο: πως οι ήρωες μετακινούνται σιγά σιγά από τα πράγματα που πιστεύουν, με καταλύτη την ηρεμία ή το χαμόγελο άλλων ανθρώπων, ενός πρόσφυγα στην περίπτωση του Στέφανο (σ.σ.: ο καθηλωτικός Αργύρης Ξάφης), μιας μετανάστριας από την Πορτογαλία στην περίπτωση της Ντενίζ. Αυτό μέσα στα τόσα προβλήματα είναι παρηγορητικό και μεταδίδει ελπίδα, βασισμένη σε απλές αξίες, όπως το “θέλω να ζήσω”, “θέλω να βρω δουλειά”, κόντρα στα μικροπράγματα που μας τρώνε. Κι έτσι, ενώ μιλάει για στενάχωρα πράγματα η παράσταση, οι θεατές φεύγουν με ένα χαμόγελο» καταλήγει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. «Στη Βρετανία ο ρόλος του Στέφανο είναι κάτι εξωτικό, ενώ ο ρόλος της Ντενίζ είναι πιο γνώριμος. Στην Ελλάδα είναι λογικό να συμβαίνει το αντίθετο. Βέβαια, και τα δύο πρόσωπα του έργου είναι άνθρωποι φτωχοί, που αναγκάζονται να κάνουν δουλειές που δεν τους αρέσουν. Αυτό είναι οικείο στους Ελληνες, που με κάποιον τρόπο πιστεύω ότι συνδέονται και με την Ντενίζ» προσθέτει ο Αντερς Λουστγκάρντεν.
«Τα δικαιώματα είναι για όλους, και για όλους ίσα». Ο τίτλος μιας εκδήλωσης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών (Κυριακή 18 Δεκεμβρίου), σε συνεργασία με το Συμβούλιο Ενταξης Μεταναστών του Δήμου Αθηναίων αλλά και των Δήμων Κορυδαλλού, Ζωγράφου, Πειραιά και Αγίου Δημητρίου, κρύβει πίσω του τη δουλειά που έχει κάνει, καιρό τώρα, η δραστήρια Ομάδα Νεανικού Θεάτρου Συντεχνία του Γέλιου του Βασίλη Κουκαλάνι (φωτογραφία), «δικού μας» πια θεατρανθρώπου, με καταγωγή από το Ιράν. Οι δύο παραστάσεις της ομάδας, «Βάσος και Βιβή» και «Είστε και φαίνεστε», θα παιχτούν στο θέατρο Τζένη Καρέζη, είναι αφιερωμένες στα παιδιά των μεταναστών και προσφύγων και θα φιλοξενήσουν 100 παιδιά που ζούνε σε δομές φιλοξενίας της Αθήνας. Ντυμένες με τραγούδια από τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Σπύρο Γραμμένο. Είναι όμως επιστέγασμα ή ένα απλό επεισόδιο σε μια προσπάθεια, ακάματη, που έχει κερδίσει πολλούς φίλους, καλλιτέχνες και μη. Παρακολουθήστε τους.