Με πρόσθετο φόρο απειλούνται το 2017 όσοι δεν πραγματοποιήσουν συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, σε ποσοστό από 10% έως 30% του εισοδήματός τους, ενώ μπαίνει όριο χρήσης μετρητών στα 500 ευρώ ανά συναλλαγή καταναλωτών με επιχειρήσεις. Την ίδια ώρα το υπουργείο Οικονομικών καθιερώνει ένα αυστηρό πλαίσιο οικειοθελούς αποκάλυψης αδήλωτων κεφαλαίων, με τους φόρους, τα πρόστιμα και τους τόκους να προσεγγίζουν –κατά περίπτωση –ακόμα και το ύψος των κεφαλαίων που κρατήθηκαν κρυφά από την Εφορία, με αντάλλαγμα την άρση διοικητικών ή και ποινικών κυρώσεων. Το νομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε αργά χθες το βράδυ στη Βουλή προβλέπει:

1. Πλαστικό χρήμα. Προκειμένου να κατοχυρώσουν το αφορολόγητο στη διάρκεια του επόμενου έτους ή να μετάσχουν σε κληρώσεις δώρων, οι φορολογούμενοι έχουν υποχρέωση να πραγματοποιήσουν συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, για ένα συγκεκριμένο όριο του εισοδήματός τους. Συγκεκριμένα, για εισοδήματά έως 10.000 ευρώ απαιτούνται πληρωμές με πλαστικό χρήμα ίσες με το 10% (1.000 ευρώ), στο επόμενο κλιμάκιο από 10.001 έως και 30.000 ευρώ ο συντελεστής αυξάνεται σε 15% (έως επιπλέον 3.000 ευρώ) και για το κλιμάκιο εισοδήματος άνω των 30.001 ευρώ απαιτούνται πληρωμές μέσω καρτών ή ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για το 20% του εισοδήματος. Αν οι συναλλαγές μέσω πλαστικού χρήματος υπολείπονται των απαιτήσεων του νόμου, τότε στη διαφορά επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 22%. Αν για παράδειγμα φορολογούμενος με εισόδημα 10.000 ευρώ, αντί για 1.000 ευρώ αποδείξεων με πλαστικό χρήμα συγκεντρώσει 500 ευρώ, θα επιβαρυνθεί με πρόσθετο φόρο 110 ευρώ.

2. Περιορίζονται τα μετρητά. Από την 1η Ιανουαρίου μειώνεται από 1.500 ευρώ σε 500 ευρώ το όριο πάνω από το οποίο δεν μπορούν να πραγματοποιούνται συναλλαγές ανάμεσα σε επιχειρήσεις και καταναλωτές, με χρήμα σε φυσική μορφή.

3. Λοταρία. Οι αποδείξεις για συναλλαγές με πλαστικό χρήμα θα μπαίνουν σε λοταρία. Τα χρηματικά έπαθλα, θα μπορούν να φτάσουν έως τα 12 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.

4. Οικειοθελής αποκάλυψη. Φορολογούμενοι οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, μπορούν από τη δημοσίευση του νόμου και έως τις 31 Μαΐου 2017 να αποκαλύψουν οικειοθελώς τα αδήλωτα εισοδήματά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση, η προθεσμία για την υποβολή της αρχικής δήλωσης να έχει λήξει έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2016.

Ο φόρος που επιβάλλεται προσδιορίζεται με βάση πληθώρα παραμέτρων. Αρχικά επιβάλλεται ο φόρος που αναλογεί στα αδήλωτα κεφάλαια (έως 45%) και το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 8% εφόσον η δήλωση υποβληθεί έως τα τέλη Μαρτίου 2017 ή κατά 10% αν η δήλωση υποβληθεί μετά την 31η Μαρτίου 2017. Ανάλογα με τον χρόνο κατά τον οποίο έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, ο πρόσθετος φόρος προσαυξάνεται αντίστροφα σε ποσοστό από 25% (για δηλώσεις οι οποίες θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί έως το 2001) έως και 5% (για δηλώσεις του 2009). Ανάλογα δε με το εάν έχει ξεκινήσει έλεγχος ή αν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος, προβλέπονται έξτρα προσαυξήσεις οι οποίες μπορεί να φτάνουν έως και το 30% αν έχει στο μεταξύ κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου.

5. Παράταση παραγραφής. Υπό τον κίνδυνο παραγραφής χιλιάδων ανέλεγκτων υποθέσεων στο τέλος του έτους, παρατείνεται για μία ακόμα φορά –κατά ένα έτος –η προθεσμία παραγραφής υποθέσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου εισαγγελικές παραγγελίες ή εντολές ελέγχου από την Αρχή Καταπολέμησης Μαύρου Χρήματος.