Αν είσαι ένας προσεκτικός περιπατητής μέσα στην πόλη, παθαίνεις με τον καιρό ένα είδος εμμονής με ανθρώπους ή με πράγματα που συναντάς καθημερινά στις διαδρομές σου. Αίφνης πόσες πινακίδες καταστημάτων είναι ξενόγλωσσες ή αμιγώς ελληνικές, σε πόσες τοιχοκολλημένες αφίσες μπορείς να συμπληρώσεις τα αρχικά των πολιτικών οργανώσεων που διαφημίζονται, τέλος πόσοι κρατάνε εφημερίδα, περιοδικό ή βιβλίο σε σχέση με όσους συναντάς στα μέσα μαζικής κυκλοφορίας ή πόσοι στους δέκα στη διάρκεια μιας δεκάλεπτης διαδρομής, κυρίως στο μετρό, δεν θα σηκώσουν τα μάτια τους από το κινητό τους, χωρίς ποτέ τους να λαθεύουν ως προς τον σταθμό που πρόκειται να κατέβουν. Από την άποψη αυτή η μετακίνηση μέσα στην πόλη γίνεται μια συναρπαστική υπόθεση, καθώς οι άνθρωποι που σου δίνουν το «υλικό» για τους υπολογισμούς και τις αυτοσχέδιες στατιστικές σου ανανεώνονται καθημερινώς, δεν είναι ποτέ οι ίδιοι.
Οπως δεν είναι ποτέ ίδιος και ο καθένας μας, αφού, όταν πρόκειται να υπάρξουν εκλογές, κυρίως εθνικές, αλλάζουμε το περιεχόμενο των σφυγμομετρήσεών μας και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πρόκειται να ψηφίσουν οι άγνωστοι που συμβαίνει να ερχόμαστε σ’ επαφή μαζί τους, όχι κάπως μονιμότερη, όπως σε μια καφετέρια ή σε μια διαδρομή με το τρένο, από το Μοσχάτο ώς τον Περισσό, αλλά σε μια επαφή εντελώς στιγμιαία, στο στρίψιμο ενός δρόμου ή σε μια σκάλα που ένας την ανεβαίνει ενώ εμείς την κατεβαίνουμε.
Εκεί όμως που φαίνεται να χάνουμε τα αβγά και τα πασχάλια όσον αφορά τους υπολογισμούς μας είναι σε σχέση με τους επαίτες. Ενώ σε παλαιότερα χρόνια ήξερες ποιους ακριβώς θα συναντήσεις, πού θα τους συναντήσεις και με ποιες ακριβώς λέξεις θ’ απευθύνονταν στους περαστικούς, σήμερα αισθάνεσαι να συμβαίνει κάτι πραγματικά αποκαλυπτικό. Σάμπως και κάθε κώχη ενός πολυώροφου κτιρίου, κάθε πεζούλι που συμβαίνει να προεξέχει στο παράθυρο ενός ημιυπογείου να έχει προβλεφτεί, ενώ χτιζόταν ακόμη η οικοδομή, ακριβώς ώστε να καθήσει και ν’ απλώσει το χέρι του ή να σιγομουρμουρίσει κάτι ένας άνθρωπος που δεν θα διανοούνταν ποτέ έναν ανάλογο για τον εαυτό του προορισμό. Δεν θα είχε καν προσέξει την κώχη ή το πεζούλι που θα γινόταν στο μέλλον ο χώρο, προκειμένου με την παραμονή του σ’ αυτόν να κερδίσει το όποιο ψωμί του.
Αν δεν θεωρούνταν βλασφημία, θα τολμούσαμε να γράψουμε πως όση ιλιγγιώδης είναι υπαρξιακά η διαδρομή του Οιδίποδα για να κερδίσει την αυτογνωσία του άλλο τόσο δραματική με κοινωνικούς όρους είναι η πορεία ενός ανθρώπου που, αντί για τον Κολωνό, προκειμένου ν’ αναληφθεί, τον περιμένει ένα πεζούλι για να τον διαπεραιώσει πιθανόν στην άβυσσο.
Αλλιώς πώς να εξηγηθεί η προσβλητικά απειλητική, προς τον ίδιο του τον εαυτό, παράκληση ενός νέου άνδρα, σούρουπο, στις αρχές της οδού Μαυρομιχάλη, ύστερα από μια σιγανή βροχή που είχε μουσκέψει τα πάντα, ενώ απευθυνόταν στους ελάχιστους περαστικούς λέγοντας: «Δώστε μου μια βοήθεια, σας παρακαλώ, ένα σουβλάκι θέλω να φάω, ένα μόνο γαμημένο σουβλάκι».