Τον έβλεπα προχθές σε λάιφσταϊλ εκπομπή. Δημοσιογράφος περί τη σόουμπιζ, μακρόχρονης πορείας σε μεσημεριανά πάνελ, με επιτηδευμένη γλώσσα και ακόμη πιο επιτηδευμένη άρθρωση, έπλεκε το εγκώμιο του Γιάννη (εγώ με δύο «ν» το γράφω γιατί αυτά τα ελληνικά έμαθα) Βαρουφάκη λέγοντας, νοερά, στους επικριτές του «να πάνε πρώτα να γίνουν καθηγητές πανεπιστημίου στην Αμερική όπως αυτός και μετά να τον κρίνουν». Ενας καθηγητής πανεπιστημίου όμως δεν είναι πολτικός. Και εάν γίνει θα κρίνεται πλέον ως πολιτικός. Οχι ως καθηγητής. Ωστόσο σε όλα αυτά, λίγη σημασία δίνεται σε έναν κόσμο που εθίστηκε να «τσιμπάει» με τις εντυπώσεις. Ή μάλλον με τον εντυπωσιασμό. Το «κάνω εντύπωση (εμφανισιακά, λεκτικά, ιδεολογικά), άρα υπάρχω» είναι το κοινό σύνδρομο που συνδέει τον πρώην υπουργό Οικονομικών με ένα πλήθος από ναρκισσευόμενους ανθρώπους-φούσκες, από στάρλετ κανονικές μέχρι στάρλετ διανοούμενους τύπου Σλάβοϊ Ζίζεκ ή και στάρλετ της καθημερινότητας.
Μολιερικού αμοραλισμού ο Βαρουφάκης (συνδυασμός Ταρτούφου και Μισάνθρωπου), εξακολουθεί να σουλατσάρει και να πουλάει αναίσχυντα το προσωπικό και διαπραγματευτικό του φιάσκο ως «χαμένη ευκαιρία». Εκπροσωπώντας έναν νεοφυή λαϊκισμό που διακινείται σε μια παγκόσμια παρέα, όπου ερμηνεύουν και αναλύουν ό,τι θέλουν και όπως θέλουν χωρίς αντίλογο, αμολάνε μεγαλοστομίες, αποθεώνουν αλλήλους και πού και πού αποθεώνουν και κανέναν Τραμπ. Γιατί όμως πείθουν; Γιατί, κατά τη γνώμη μου, σε αυτήν τη στροφή της Ιστορίας η παγκόσμια σκηνή αλλά και η παγκόσμια πλατεία είναι γεμάτες από μπουφόνους που παριστάνουν τους Δον Ζουάν. Αυτή η ασυνείδητη ταύτιση είναι που προκαλεί και τη σχετική δημοτικότητα.