Η κακοσμία του στόματος είναι συνηθισμένη, υπολογίζεται ότι δύο στους δέκα ενηλίκους την αντιμετωπίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Αν και οι περισσότεροι την θεωρούν ως ένα ενοχλητικό αλλά κατά τα άλλα αθώο πρόβλημα το οποίο δεν είναι απειλητικό για την υγεία, η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται πάντοτε έλεγχο διότι μερικές φορές οι αιτίες της είναι πολύ σοβαρές.
Οπως εξηγεί ο δρ Γιώργος Χ. Λάσκαρης, αναπληρωτής καθηγητής Στοματολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Στοματολογίας, η μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του 24ώρου ή ακόμη και από ημέρα σε ημέρα. Οι πιο σημαντικοί λόγοι είναι η ποσότητα και η ποιότητα της έκκρισης του σάλιου, η παρουσία ή όχι υπολειμμάτων τροφής, καθώς και ο μικροβιακός πληθυσμός που φυσιολογικά υπάρχει στο στόμα.
Ετσι, η μυρωδιά του στόματος είναι πιο έντονη το πρωί όταν ξυπνάμε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας, καθώς και πριν από το βούρτσισμα των δοντιών μετά την κατάχρηση καρυκευμάτων και την κατανάλωση φαγητών με έντονες οσμές.
Το πρόβλημα είναι ότι «υπάρχει η εντύπωση, ακόμη και μεταξύ γιατρών, ότι η κακοσμία του στόματος οφείλεται συνήθως σε κάποια διαταραχή στο στομάχι, στο ήπαρ ή στο έντερο», συνεχίζει ο δρ Λάσκαρης. «Η εντύπωση αυτή είναι λανθασμένη. Εφόσον οι σφιγκτήρες του οισοφάγου λειτουργούν φυσιολογικά, δεν μπορούν να διαφύγουν προς το στόμα αέρια και οσμές για να προκαλέσουν κακοσμία, εκτός κι αν προκληθεί εμετός ή ερυγή (ρέψιμο)».
Τα αληθινά αίτια
Ποια είναι, λοιπόν, τα αληθινά αίτια της κακοσμίας; Σε περισσότερες από εννέα στις δέκα περιπτώσεις η αιτία είναι κάποιος τοπικός παράγοντας στο στόμα (λ.χ. κακή στοματική υγιεινή, χαλασμένα δόντια, ουλίτιδα, υπερβολικό κάπνισμα, κάποια πληγή που δεν κλείνει, λοιμώξεις του στόματος κ.λπ.).
Σε ποσοστό 4%-6% η αιτία βρίσκεται στη μύτη, στις αμυγδαλές και στο αναπνευστικό σύστημα, ενώ μερικές φορές στα φάρμακα που παίρνουν οι ασθενείς για άλλα νοσήματα και τα οποία περιέχουν ιώδιο ή χλώριο ή προκαλούν ξηροστομία. Η διατροφή (π.χ. η συχνή κατανάλωση σκόρδου, κρεμμυδιού, πράσου, μπρόκολου και κρέατος με πολλά λιπαρά) επίσης μπορεί να ευθύνεται, το ίδιο και συστηματικά νοσήματα όπως ο διαβήτης ή ο καρκίνος του στομάχου.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν έχουν τίποτα από τα παραπάνω και παρ’ όλα αυτά το στόμα τους μυρίζει άσχημα. «Στις περιπτώσεις αυτές που αποτελούν την ιδιοπαθή κακοσμία, διαταράσσεται για άγνωστους λόγους η οικολογία των μικροβίων της στοματικής κοιλότητας και αναπτύσσονται περισσότερο αναερόβια μικρόβια, των οποίων τα προϊόντα του μεταβολισμού είναι κάκοσμα», σημειώνει ο δρ Λάσκαρης.
Σε μερικά άτομα, τέλος, δημιουργείται η εντύπωση ότι μυρίζει το στόμα τους χωρίς πραγματικά να συμβαίνει αυτό. Το φαινόμενο αποκαλείται ψυχογενής κακοσμία ή κακοσμοφοβία και ταλαιπωρεί αναίτια τους ασθενείς.
Τι να κάνετε
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της κακοσμίας του στόματος είναι ο ενδελεχής έλεγχος από ειδικό στοματολόγο ή οδοντίατρο, αφού στο 95% των περιπτώσεων η αιτία βρίσκεται στο στόμα. Εάν υπάρξει υπόνοια ότι η αιτία βρίσκεται εκτός στόματος, πρέπει να ακολουθήσει συνεργασία και με άλλες ιατρικές ειδικότητες (π.χ. ωτορινολαρυγγολόγο, πνευμονολόγο, γαστρεντερολόγο κ.λπ.).
Οταν η αιτία βρίσκεται στο στόμα, πολύ σημαντική είναι η ακολούθηση μιας άψογης στοματικής υγιεινής, η διόρθωση τυχόν οδοντικών προβλημάτων και της ουλίτιδας, η καθημερινή ψήκτριση (βούρτσισμα) και καθαρισμός της ράχης της γλώσσας με ειδική ξέστρα (tongue cleaner), η τοπική χρήση στο στόμα οξυγονούχων ουσιών που μειώνουν τον μικροβιακό όγκο των αναερόβιων μικροβίων και, αν το συστήσει ο ειδικός στοματολόγος ιατρός, λήψη αντιβιοτικών που θα καταπολεμήσουν τα αναερόβια μικρόβια.
«Η χρήση τσίχλας, καραμέλας ή στοματοπλυμάτων με ευχάριστη γεύση και οσμή δεν λύνει το πρόβλημα, διότι απλώς συγκαλύπτει για πολύ λίγο διάστημα την κακοσμία και δεν την εκριζώνει», καταλήγει ο δρ Λάσκαρης.