Οταν ο Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Πέμπτη εξήγγειλε τα μέτρα για τους χαμηλοσυνταξιούχους και τον ΦΠΑ στα νησιά, πρέπει να ήξερε ότι θα αντιδρούσαν οι δανειστές. Κυνικός είναι, ανόητος δεν είναι. Κι αν δεν το ήξερε ο ίδιος, κάποιος θα του το είχε σφυρίξει. Δύο τινά λοιπόν μπορεί να συμβαίνουν.

Το ένα είναι να θέλει να κάνει εκλογές με φόντο τη σύγκρουση με τους ανάλγητους ξένους. Με βάση τις δημοσκοπήσεις, δεν δικαιούται ούτε να ονειρεύεται ότι θα κερδίσει. Αυτή την εποχή των συνταρακτικών εκπλήξεων, όμως, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι η πιο τιμημένη λέξη. Σε κάθε περίπτωση, ο Πρωθυπουργός μπορεί να υπολογίζει ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι τόσο κακή, που ο διάδοχός του δεν θα αντέξει για πολύ. Χώρια που σε μια Βουλή με το κόμμα της Ζωής και χωρίς Το Ποτάμι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να συναντήσει δυσκολίες στην οικοδόμηση κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.

Το άλλο σενάριο είναι πιο διαβολικό. Μοιράζοντας λεφτά χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, ο Τσίπρας κάνει απλώς αυτό που έκανε πάντα: προκαλεί, προβοκάρει, προσπαθεί να εκνευρίσει, υπολογίζει ότι θα διχάσει, επενδύει στο μπάχαλο δηλαδή, πιστός στο δόγμα «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Κι όταν δέχεται πυρά από το εξωτερικό, καταφεύγει στα εκβιαστικά διλήμματα στο εσωτερικό: Με ποιον είστε, λέει στα κόμματα της αντιπολίτευσης, με τους φτωχούς ή με τον Σόιμπλε; Με τους νησιώτες που δοκιμάζονται από την προσφυγική κρίση ή με το ΔΝΤ;

Αν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε θετική προσέγγιση για τα πράγματα, αν επιζητούσε λύσεις και όχι συγκρούσεις, δεν θα τοποθετούσε στο υπουργείο Παιδείας τον Ζουράρι, από το στόμα του οποίου δεν ξέρεις ποτέ τι θα βγει. Δεν θα κρατούσε στη θέση του τον Πολάκη. Δεν θα έλεγε στη Νίσυρο αυτά που είπε για τον Καμμένο. Δεν θα κατήγγελλε στην Αβάνα τους ανθρώπους που εκλιπαρεί στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Δεν θα είχε ως πρότυπά του τον Κάστρο, τον Τσάβες και τον Μάο, αλλά τον Ζαν Ζορές, τον Βίλι Μπραντ και τον Μπερλινγκουέρ.

Και η Ελλάδα θα ήταν μια άλλη χώρα.