Προκηρύσσοντας αιφνιδιαστικά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ’15 –και ενώ είχε δεσμευτεί κατ’ ιδίαν σε συναντήσεις με τους άλλους αρχηγούς για το αντίθετο –ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να ενώσει την αντιπολίτευση. Να την ενώσει εναντίον του. Η ιερά αυτή συμμαχία εκφράστηκε την άνοιξη του ’16 όταν άπαντες οι αρχηγοί, κληθέντες στο Προεδρικό, αρνήθηκαν να στηρίξουν την κυβέρνηση στο Ασφαλιστικό.
Οχι ότι κάποιοι δεν είχαν δεύτερες σκέψεις για τη συμμετοχή τους στο μέτωπο αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Η Φώφη Γεννηματά, ας πούμε, επιχειρούσε να το συνδυάζει και με μια αντι-ΝΔ στάση. Ηταν κάτι που δεν έβγαζε πολιτικό νόημα. Την ίδια ώρα ήταν σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έβλεπε ιδιαίτερο νόημα σε μια συμπαράταξη με το ΠΑΣΟΚ ή Το Ποτάμι.
Ολα αυτά τελείωσαν στην ονομαστική για τη «13η σύνταξη». Το ΠΑΣΟΚ είπε «ναι» –κι ας μη συμφωνούσαν όλοι. Η ΝΔ έμεινε στο «παρών» –έτσι κι αλλιώς το Μαξίμου είχε «στολίσει» με τόσα κοσμητικά τον αρχηγό της ώστε να της είναι αδύνατο να προσέλθει και να ψηφίσει. Το Ποτάμι απείχε.
Βέβαια, όλοι είχαν πέσει στην παγίδα στήριξης της κυβερνητικής πρωτοβουλίας την προηγουμένη και το κάθε κόμμα επιχείρησε όπως όπως να αντιδράσει. Είναι η λέξη – κλειδί. Διότι εδώ και δύο χρόνια η αντιπολίτευση δεν δρα, αντιδρά. Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που είτε χορεύει μαζί της το τανγκό της συναίνεσης είτε την προσβάλλει για να φύγει από την πίστα. Ανάλογα τι θεωρεί ότι τον εξυπηρετεί κατά περίπτωση.
Το απλό συμπέρασμα είναι ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης στερούνται στρατηγικής. Κάτι που ακυρώνει τελικά τα όποια τακτικά πλεονεκτήματα –που όπως αποδείχθηκε χθες μπορεί να είναι πρόσκαιρα.