Προειδοποιητικό καμπανάκι χτύπησε χθες με την ενδιάμεση έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2016 ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας, ότι ενδεχόμενη καθυστέρηση στην αξιολόγηση του προγράμματος θα θέσει σε κίνδυνο τις προοπτικές της οικονομίας.

«Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος», αναφέρει ο κεντρικός τραπεζίτης, «είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, δεδομένων των εκλογικών αναμετρήσεων σε μια σειρά από χώρες – μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον».

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι υπάρχει θετική δυναμική στην οικονομία, η οποία όμως πρέπει να στηριχθεί με προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. «Οι όποιες διαφορές», σημειώνει, «πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους».

«Η με επιμονή και συνέπεια εφαρμογή του προγράμματος διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ» σημειώνει εξάλλου η έκθεση.

Για το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, ενώ για το 2018 και 2019 προβλέπει επιτάχυνση στο 3%.

Ωστόσο, επισημαίνει και μια σειρά από κινδύνους. Εκτός από τη μη έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, επισημαίνεται ότι και το κοινωνικό πακέτο που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός αποτελεί επισφάλεια για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016, καθώς μειώνεται το περιθώριο ασφάλειας στην επίτευξη του στόχου του 2016 και το αποτέλεσμα δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Οι επισημάνσεις αυτές είναι προφανώς ευθυγραμμισμένες με τις θέσεις της ΕΚΤ.

Ακόμη, ο Στουρνάρας αναδεικνύει τα «μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα» που καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις, αλλά και κινδύνους στο διεθνές περιβάλλον με την άνοδο του λαϊκισμού και της αντιευρωπαϊκής ρητορικής.

Ο κεντρικός τραπεζίτης απευθύνεται και στους θεσμούς, τους οποίους καλεί, όπως και την ελληνική πλευρά, να επιδείξουν «ρεαλισμό και ευελιξία» με στόχο να καταλήξει έγκαιρα η δεύτερη αξιολόγηση.