Κανονικά, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, μέχρι πριν από 2-3 εβδομάδες αυτή η αξιολόγηση θα τελείωνε ώς το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου ή το πολύ ώς το τέλος του χρόνου. Θα συνοδευόταν από μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα το καθιστούσαν βιώσιμο, ώστε να ανέβει στο τρένο –ώς το τέλος του χρόνου –και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ετσι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έδινε την έγκρισή της για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από τις αρχές του επόμενου χρόνου και η οικονομία θα γύριζε σελίδα.
Ο Δεκέμβριος ανέτρεψε όλο αυτό το σκηνικό. Η αξιολόγηση δεν προχώρησε αρκετά και προφανώς δεν έκλεισε στις 5 Δεκεμβρίου. Η ελάφρυνση του χρέους που ανακοίνωσε η ευρωζώνη την ίδια μέρα περιορίστηκε στο αυστηρό πλαίσιο των βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως είχαν προαναγγελθεί τον Μάιο, και ούτε καν ένα περίγραμμα των μεσοπρόθεσμων, που παραπέμφθηκαν για το 2018. Το ΔΝΤ βγήκε επιθετικά με άρθρο τού διευθυντή του Ευρωπαϊκού του Τμήματος Πολ Τόμσεν και του επικεφαλής οικονομολόγου του Μορίς Ομπστφελντ, καθιστώντας σαφές ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο για το χρέος απαιτούνται μέτρα 2% του ΑΕΠ η 4,2 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση δυναμίτισε περαιτέρω το κλίμα ανακοινώνοντας, χωρίς να προηγηθεί συνεννόηση με τους θεσμούς, το κοινωνικό πακέτο και επισφραγίζοντας την επιλογή της με δήλωση του Πρωθυπουργού, ότι «δεν θα ρωτήσουμε κανέναν» γι’ αυτό.
Ετσι, οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών των θεσμών ήρθαν την περασμένη Τρίτη «για να έρθουν», αναλώθηκαν σε μια διαπραγμάτευση που δεν οδήγησε σε αποτελέσματα και έφυγαν χθες.
Την ίδια ώρα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, που είχαν αρχίσει να υποχωρούν, ανέβηκαν και πάλι, σε μια ένδειξη ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει σε καθεστώς αβεβαιότητας.
Φυσικά, προς το παρόν, κατόπιν αυτών, ούτε λόγος δεν γίνεται για ένταξη στο QE. Πηγές που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να αποφασίσει ο Μάριο Ντράγκι την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα είναι α) να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση (σ.σ.: κατά το διάστημα εν εξελίξει αξιολογήσεων δεν λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις) και β) να δοθεί κάποια διαβεβαίωση από το Eurogroup ότι θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ολο αυτό μπορεί να μας πάει πολύ μακριά. Το καλύτερο σενάριο φαίνεται πως είναι η ένταξη τον Μάρτιο, αφού και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος τοποθετεί πλέον τη σχετική απόφαση την άνοιξη.
Αυτή τη στιγμή γίνονται προσπάθειες, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να ξεπεραστεί σε πρώτη φάση το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με το κοινωνικό πακέτο, με τη σύγκληση ενός έκτακτου EuroWorking Group ενδεχομένως τις επόμενες ημέρες. Το επόμενο EuroWorking Group είναι προγραμματισμένο για τις 12 Ιανουαρίου.
Εφόσον μπορέσει να διαλυθεί σε αυτό το επίπεδο η δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η μονομερής εξαγγελία του πακέτου και να δρομολογηθούν και πάλι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, οι δανειστές θα μπορέσουν να επιστρέψουν τον ερχόμενο μήνα για έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων.
Παντως, ενώ η πρωτοβουλία για πάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που πήρε, όπως φαίνεται, κυρίως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θεωρήθηκε υπερβολική από κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σίγουρα από τη Γαλλία, όλοι φαίνεται να συμφωνούν πως η κυβέρνηση κακώς έσπευσε να ανακοινώσει το πακέτο χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους θεσμούς. Με αυτόν τον τρόπο έσπασε τον κανόνα της εμπιστοσύνης, αναφέρουν πηγές των θεσμών.
Σε ό,τι αφορά, όμως, τους καθαυτό δημοσιονομικούς κινδύνους, δεν φαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα. Για το 2016 οι θεσμοί θεωρούν ότι περιορίζεται το περιθώριο ασφαλείας του προϋπολογισμού, αλλά καθώς το περιθώριο είναι αρκετά μεγάλο, δεν δημιουργούνται άμεσοι κίνδυνοι. Οσο για το 2017 και το 2018, κίνδυνος υπάρχει μόνο αν επαναληφθούν τα μέτρα. Επομένως, μια διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι αυτό δεν θα συμβεί, ίσως βοηθήσει να διαλυθούν τα σύννεφα.
Από κει και πέρα, ωστόσο, παραμένει το μείζον ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ, το οποίο –μετά το άρθρο Τόμσεν, Ομπστφελντ –δεν έχει πολλά περιθώρια ευελιξίας.
Στο θέμα αυτό η Ευρώπη είναι διχασμένη. Υπάρχουν κύκλοι, ακόμη και σε χώρους που δεν θα φανταζόταν κανείς, οι οποίοι προκρίνουν πλέον την αποχώρηση του Ταμείου από το πρόγραμμα προκειμένου να λυθεί το αδιέξοδο. Υπάρχουν όμως και άλλοι που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Το γερμανικό και το ολλανδικό Κοινοβούλιο είχαν εξουσιοδοτήσει τις κυβερνήσεις τους να εκταμιεύσουν την πρώτη δόση στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια το ΔΝΤ θα επέστρεφε. Αν αυτό δεν συμβεί, οι δύο κυβερνήσεις θα δυσκολευτούν να εξασφαλίσουν μία ακόμη έγκριση εκταμίευσης.
Αλλωστε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή συνεννόησης με τον Πολ Τόμσεν, πριμοδοτώντας εμμέσως τις απαιτήσεις του για νέα μέτρα.
Στον ESM, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι τίποτα δεν άλλαξε και ότι η ευρωζώνη εξακολουθεί να επιθυμεί την επιστροφή του Ταμείου. Απλώς, θα προτιμούσαν να μην είχε διεξαχθεί ο διάλογος για τους όρους αυτής της συμμετοχής δημοσίως, όπως έγινε με τη δημοσίευση του άρθρου των δύο στελεχών του Ταμείου.
Πυκνώνουν πάντως οι πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το ΔΝΤ θα παραμείνει μεν στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά με ενισχυμένο ρόλο τεχνικού συμβούλου και όχι με χρηματοδότηση.
Η συμμετοχή αυτή θα μπορούσε να εξασφαλισθεί μέσω του νέου υπό συζήτηση ενισχυμένου κόφτη που έχει ανακοινωθεί από το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Το Ταμείο έχει δηλώσει ότι δεν εμπιστεύεται τον κόφτη όπως ισχύει σήμερα. Αν όμως ο νέος κόφτης, όπως αναφέρουν πηγές, περιλαμβάνει αναφορά σε περικοπή συγκεκριμένων δαπανών, ειδικότερα συντάξεων, ή προβλέπει μείωση του αφορολογήτου, ίσως αντιμετωπισθεί διαφορετικά. Το ερώτημα εδώ είναι αν η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει κάτι τέτοιο.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά πηγή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, «και πέρυσι το ΔΝΤ έμεινε στο ελληνικό πρόγραμμα μετά την απόφαση για τον κόφτη».
Εναλλακτικά συζητούνται και σενάρια για μέτρα κάπου στη μέση, δηλαδή σε ύψος 1% του ΑΕΠ ή 2 δισ. ευρώ. Δεν είναι τυχαία η σχετική αναφορά του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ τόσο στο αφορολόγητο όσο και στα συνταξιοδοτικά.
Επί της ουσίας το ελληνικό πρόγραμμα δεν χρειάζεται τη χρηματοδότηση του Ταμείου, αφού οι υφιστάμενοι πόροι του ESM είναι αρκετοί.
Εφόσον δεν συμμετάσχει χρηματοδοτικά, το ΔΝΤ ίσως καθυστερήσει την αξιολόγησή του ακόμη και ώς τον Σεπτέμβριο.
Χθες το «Spiegel» ανέφερε ότι το Ταμείο θα καθυστερήσει την απόφασή του ώς την άνοιξη προκειμένου να επιτρέψει στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να εκτιμήσει την κατάσταση.
Ανεξάρτητα από το ΔΝΤ, αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τις διαδικασίες στη Φρανκφούρτη, η ΕΚΤ θα μπορούσε ίσως να βασιστεί στα δεδομένα του προγράμματος του ESM και να βγάλει βιώσιμο το χρέος στη δική της αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα το εγγυάται, με δήλωσή του, και το Eurogroup.
Εκτός από τις μεγάλες αποφάσεις πολιτικής υπάρχουν και τα ανοιχτά θέματα της αξιολόγησης, κάθε άλλο παρά εύκολα στην αντιμετώπισή τους: τα εργασιακά (βλ. ομαδικές απολύσεις), τα ενεργειακά, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός για τα επιχειρηματικά δάνεια. Εκ των πραγμάτων το επόμενο ορόσημο για την προώθηση όλων αυτών είναι το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, αλλά ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει πει ότι τίποτα δεν θα κλείσει αν δεν κλείσουν όλα μαζί.