Ενα δέντρο –διαφορετικό από τα άλλα –στολίστηκε χτες στα Προπύλαια. Αυτό το δέντρο δεν έχει χριστουγεννιάτικες μπάλες, ούτε γιρλάντες, ούτε λαμπιόνια να αναβοσβήνουν. Εχει όμως χαρακτηριστεί ως το πιο όμορφο δέντρο που φτιάχνεται από κουτιά με γάλα, για τα παιδιά που το έχουν ανάγκη.

Η ιδέα ήρθε στον πρόεδρο των Γιατρών του Κόσμου –οδοντίατρο Νικήτα Κανάκη, πριν από επτά χρόνια, όταν οι επιπτώσεις της κρίσης στη χώρα μας είχαν αρχίσει να φαίνονται δειλά.

Ο ίδιος διηγείται την παρακάτω ιστορία. Ενα κοριτσάκι (Ελληνόπουλο) επισκέφθηκε, συνοδευόμενο από τη μητέρα του, το πολυϊατρείο της Οργάνωσης στο κέντρο της Αθήνας. Ο Νικήτας Κανάκης όσο την εξέταζε της μιλούσε, με στόχο να κάνει τη μικρή να νιώσει άνετα και να τον εμπιστευτεί. Μιας και ήταν περίοδος Χριστουγέννων, τη ρώτησε τι θέλει να της φέρει ο Αϊ-Βασίλης.

Η μητέρα κοίταξε τον Νικήτα Κανάκη στα μάτια με αγωνία. Δεν ήθελε το παιδί της να ελπίζει σε ακριβά δώρα. Η μικρή όμως, απάντησε: «Θέλω ο Αϊ-Βασίλης να μου φέρει ένα ποτήρι ζεστό γάλα».

Ο Νικήτας Κανάκης μετρά πολλές αποστολές στο εξωτερικό –στο Αφγανιστάν, στο Ιράν, στην Ινδία, στην Αφρική, στη Γιουγκοσλαβία, στη Βαγδάτη… Εχει δει κατάματα την εξαθλίωση, τη λαίλαπα της καταστροφής και των σφαγών σε εμπόλεμες ζώνες, την πείνα, τη βία, την κακοποίηση χαραγμένη σε ανθρώπινα κορμιά.

Αντίστοιχα, οι Γιατροί του Κόσμου βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο πλάι των προσφύγων που κατέφθαναν στα ελληνικά νησιά, παρέχοντάς τους ιατροφαρμακευτική φροντίδα (και όχι μόνο).

Αν όμως ρωτήσεις τον πρόεδρο της Οργάνωσης τι είναι αυτό που τον πονάει πιο πολύ, εκείνος απαντά: «Οι Ελληνες που δεν μπορούν να προμηθευτούν τα φάρμακά τους».

Καθημερινά τα πολυϊατρεία της Οργάνωσης επισκέπτονται παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά οδοντιατρικά προβλήματα.

Ο Νικήτας Κανάκης, ως οδοντίατρος, γνωρίζει ότι υποφέρουν. Εκείνα όμως προσπαθούν να δικαιολογήσουν τους γονείς τους. Συχνά τον παρακαλούν να μην τους μαρτυρήσει το μαρτύριο στο οποίο υποβάλλονται καθημερινά. «Αυτόν τον καιρό ο πατέρας μου φέρνει φαγητό από την Εκκλησία. Τι να του πω για τον πόνο στα δόντια μου;» του εκμυστηρεύονται.

Το συμπέρασμά του είναι απόρροια της καθημερινής του εμπειρίας με Ελληνόπουλα που βιώνουν τη φτώχεια. «Είναι μια γενιά γεμάτη ενοχές, που τιμωρείται γιατί είναι φτωχή».

Κάνοντας μια αναδρομή στις αποστολές του παρελθόντος, όταν ταξίδευε σε χώρες του εξωτερικού για να προσφέρει βοήθεια με τους Γιατρούς του Κόσμου, θυμάται ότι κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα ένιωθε καλά. «Ημασταν, για κάποιους, ήρωες».

Πλέον η κρίση δεν αφορά άλλους, αλλά τους συνανθρώπους μας. «Ο γείτονας ή ο συμμαθητής μου από το σχολείο έχει ανάγκη από τρόφιμα. Το ίδιο ένιωθα και στους ξενώνες των αστέγων της Οργάνωσης. Εκεί φιλοξενήσαμε άνθρωπο ο οποίος χρειαζόταν στέγη επειδή δεν είχε βγει η σύνταξή του και άρα δεν μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά τον εαυτό του. Αυτό με ξεπερνάει».

Οταν το ’91, ως απόφοιτος της Οδοντιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών έγινε μέλος των Γιατρών του Κόσμου, δεν μπορούσε να προβλέψει όσα θα συνέβαιναν στην Ελλάδα.

Ηταν ανήσυχο πνεύμα. Ψαχνόταν πάντα. Ηθελε να βοηθήσει. Είχε συναντήσει ως φοιτητής τον Αντώνη Σαμαράκη –συνεργάστηκαν για την έκδοση ενός περιοδικού. Εκείνος τον προέτρεψε να ασχοληθεί εθελοντικά με τη νεοσύστατη τότε Οργάνωση.

Εκείνος του είχε γράψει: «Αν αυτό το θες πραγματικά, δεν δικαιούσαι να μην το κάνεις». Τα λόγια του Σαμαράκη τον ακολουθούν μέχρι σήμερα. Μπήκε από την πρώτη στιγμή στα βαθιά. Η πρώτη του αποστολή ήταν στον Λίβανο.

«Ημασταν αυτοδίδακτοι εθελοντές. Τότε δεν υπήρχε τεχνογνωσία. Υπήρχε όμως ρομαντισμός και διάθεση για προσφορά. Πλέον υπάρχει οργάνωση, εξοπλισμός και συσσωρευμένη εμπειρία». Ο Νικήτας Κανάκης παραδέχεται ότι εντάχθηκε στον εθελοντισμό τα «ηρωικά χρόνια». Ομως, η νέα γενιά των Γιατρών του Κόσμου ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την κρίση –την ελληνική και την προσφυγική.

Οπως και να έχει, όταν ακούς τον Νικήτα Κανάκη να διηγείται ιστορίες από αποστολές, από τις γυναίκες – θύματα trafficking, από ασυνόδευτα παιδιά, συμπεραίνεις ότι ο εθελοντισμός προϋποθέτει γερό στομάχι.

Εκείνος εξηγεί πως δεν ήταν πάντα εύκολο να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Αλλοι εθελοντές, πιο ψημένοι τότε, του έμαθαν ότι οι άνθρωποι που ήρθε να βοηθήσει δεν έχουν ανάγκη από συμπάθεια. Χρειάζονται την ψυχραιμία του, τη γνώση του, τη φροντίδα του.

Με τα χρόνια «εκπαιδεύτηκε» όταν κοιτά τα μάτια ενός προσφυγόπουλου που φιλοξενείται σε έναν από τους χώρους φιλοξενίας ανά την Ελλάδα, να ξεφεύγει η σκέψη του από το προφανές: δηλαδή από τον πόνο, την πείνα, τον φόβο. «Συλλογίζομαι εάν έχει τα ρούχα που χρειάζεται. Εάν σιτίζεται κανονικά. Εάν υπάρχουν σημάδια ασθένειας. Αναγκαστικά γίνεσαι πιο πρακτικός. Κάποιες φορές ίσως και πιο κυνικός».

Μάλιστα, κάποιες φορές αντλεί δύναμη από αυτούς τους ανθρώπους. Στην Ειδομένη συνάντησε έναν πρόσφυγα με προσθετικό πόδι. Ο άντρας αντί για αντίο επέλεξε να αποχαιρετήσει τον Κανάκη με την ατάκα: «Keep walking». Και έκλεισε τη φράση του με την ευχή «Καλό κουράγιο».