Υστερα από μια δεκαπενταετία συνεχούς κρίσης, η εκδοτική βιομηχανία σε σχεδόν όλο τον δυτικό κόσμο συνεχίζει να βρίσκεται σε περιδίνηση, με αποτέλεσμα να ασκούνται έντονες πιέσεις όχι μόνο για απολύσεις στις αίθουσες σύνταξης (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), αλλά και για μια πλήρη αναδιάρθρωση (στην καλύτερη περίπτωση) του επικοινωνιακού πεδίου.
Δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι τραγική μόνο στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ερευνητικού ινστιτούτου Pew για την κατάσταση των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, το 2015 ο Τύπος παρουσίασε ίσως τη χειρότερη χρονιά κατά την τελευταία οκταετία, η οποία μάλιστα ήταν και η χειρότερη στην ιστορία του Τύπου εν γένει. Η μέση συνολική κυκλοφορία των ημερήσιων φύλλων μειώθηκε κατά 7% το 2015, τη μεγαλύτερη πτώση από το 2010. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Θα μπορούσε η μείωση των πωλήσεων να αντικατασταθεί από την αύξηση των συνδρομών στις ψηφιακές εκδόσεις; Η περίπτωση της προηγμένης Αμερικής είναι και πάλι ανησυχητική. Πράγματι, στις ΗΠΑ οι ψηφιακές συνδρομές εμφανίζουν μια σχετικά καλύτερη εικόνα (κατά 2% για τις ημερήσιες εκδόσεις), αλλά αντιπροσωπεύουν μόνο το 22% των εσόδων της συνολικής κυκλοφορίας. Τα ψηφιακά έσοδα, που προέρχονται είτε από συνδρομές ή διαφημίσεις στις ψηφιακές εκδόσεις, δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να αντισταθμίσουν τα απολεσθέντα έσοδα, ό,τι και να λένε οι «γκουρού» της επικοινωνίας. Στις ΗΠΑ, το 2015 το σύνολο των διαφημιστικών πόρων μεταξύ των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών μειώθηκε σχεδόν κατά 8%, με τις απώλειες όχι μόνο σε έντυπη μορφή αλλά και στην ψηφιακή εκδοχή.
Στην Ελλάδα. Στα καθ’ ημάς όλοι γνωρίζουμε ότι η κατάσταση είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητική. Μόνο να ανατρέξει κανείς στις κυκλοφορίες των εφημερίδων, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Η κυκλοφορία του συνόλου της πανελλαδικής κυκλοφορίας των ημερήσιων εφημερίδων είναι μικρότερη από αυτή που είχαν, λόγου χάρη, «ΤΑ ΝΕΑ» πριν από δύο δεκαετίες. Προφανώς οι καιροί αλλάζουν, οι έλληνες εκδότες στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ασχολήθηκαν στην πλειοψηφία τους με δώρα (γιατί η κρίση είχε ήδη αρχίσει) που δεν είχαν σύνδεση με τις συνήθειες της ανάγνωσης. Καθώς το εγχώριο κοινό δεν είχε προλάβει να «χωνέψει» και κατ’ επέκταση να «απομαγεύσει» την τηλεόραση, ήρθαν το Διαδίκτυο και η κρίση, που το μεν ευνοεί τη λογική και τη συνήθεια της «δωρεάν κουλτούρας», το δε περιορίζει δραματικά το διαθέσιμο εισόδημα ακόμη και για την αγορά ενός φύλλου ή τη ψηφιακή συνδρομή ενός εντύπου.
Το παράδοξο. Το πιο ενδιαφέρον και παράδοξο στοιχείο είναι ότι ενώ τα περισσότερα στελέχη θεωρούν ότι η έκδοση μιας εφημερίδας στις μέρες μας αποτελεί μια «επισφαλή επένδυση», νέοι τίτλοι συνεχώς εμφανίζονται και συχνά αναστέλλουν την κυκλοφορία τους ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα συμπαρασύροντας δημοσιογράφους και άλλους εργαζομένους σ’ ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας.
Αν και ο ελληνικός Τύπος σε σχέση με το παρελθόν έχει βελτιωθεί θεαματικά, παρότι οι εφημερίδες σήμερα είναι πιο ευανάγνωστες, περισσότερο χρηστικές και λιγότερο απόλυτες σε σχέση με το παρελθόν, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά.
Δεν ξέρω αν ακόμη υπάρχει καιρός, αλλά εάν οι εκδότες αποφασίσουν ότι ο βασικός στόχος είναι η επιβίωση του Τύπου στην επόμενη δεκαετία, τότε θα πρέπει να δράσουν από κοινού προς αυτήν την κατεύθυνση, να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη, να εξετάσουν πιθανές συνεργασίες με επιτυχημένα ψηφιακά ειδησεογραφικά Μέσα και να αφήσουν κατά μέρος τον «παραδοσιακό εσωστρεφή αρνητισμό» που διέπει τα ελληνικά ΜΜΕ.