Οι γυναίκες που παίρνουν συστηματικά και επί χρόνια ορισμένα παυσίπονα φάρμακα μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο απώλειας της ακοής, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και άλλα ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ εξέτασαν στοιχεία από 55.850 εθελόντριες τις οποίες παρακολούθησαν επί 34 χρόνια, διαπιστώνοντας πως όσες λάμβαναν τακτικά παρακεταμόλη ή ιβουπροφαίνη, είχαν έως 10% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν απώλεια της ακοής.
Μάλιστα οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι το 5,5% των κρουσμάτων βαρηκοΐας που κατέγραψε η μελέτη τους θα μπορούσαν να είναι απόρροια των παυσίπονων φαρμάκων, αν και είναι δύσκολο να αποδειχθεί σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
Όπως γράφουν στην Αμερικανική Επιθεώρηση Επιδημιολογίας,οι γυναίκες είχαν ηλικία άνω των 44 ετών κατά την έναρξη της μελέτης. Κάθε δύο χρόνια συμπλήρωναν ερωτηματολόγια για τη λήψη παυσίπονων φαρμάκων, ενώ το 2012 ανέφεραν εάν έπασχαν από προβλήματα ακοής.
Όπως έδειξαν οι απαντήσεις τους, όσο συχνότερα λάμβαναν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη παυσίπονα όπως η ιβουπροφαίνη (αλλά όχι η ασπιρίνη), τόσο πιθανότερο ήταν να πάσχουν από βαρηκοΐα, με τον κίνδυνο να αυξάνεται με τη λήψη τους επί τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και επί τουλάχιστον 1 χρόνο.
Αντίστοιχα, ο κίνδυνος με την παρακεταμόλη αυξανόταν με την μακροχρόνια,συστηματική λήψη, δηλαδή δύο φορές την εβδομάδα επί τουλάχιστον 6 χρόνια.
Τα νέα ευρήματα υποστηρίζουν εκείνα προγενέστερων μελετών που επίσης έχουν συσχετίσει τα πολλά παυσίπονα με τις διαταραχές της ακοής, αν και ο υποκείμενος βιολογικός μηχανισμός παραμένει άγνωστος.
Η απώλεια της ακοής αποτελεί γνωστή ανεπιθύμητη ενέργεια της λήψης υψηλών δόσεων ασπιρίνης, αλλά οι δόσεις αυτές έχουν εν πολλοίς εγκαταλειφθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες και ίσως γι’ αυτό η παρούσα μελέτη δεν έδειξε να υπάρχει κίνδυνος από την ασπιρίνη, λένε οι ερευνητές.
Μολονότι, δε, η αύξηση του κινδύνου από τα παυσίπονα είναι μέτρια, τα παίρνουν καθημερινά τόσο πολλοί άνθρωποι ώστε ο αντίκτυπος της νέας έρευνας μπορεί να είναι μεγάλος, καταλήγουν.