Η Μυτιλήνη ξυπνούσε την ώρα που εκείνη πατούσε το πόδι της στο νησί. Κίνηση στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Η προφορά της γυναίκας –με τη μορφή της Ολυμπίας Δουκάκη –πρόδιδε την ελληνοαμερικανική καταγωγή της. Και τα έγγραφα, υπό μάλης, την πρόθεσή της να βρει τα χνάρια της γιαγιάς της, της Φιλιώς, όταν κι εκείνη, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, πατούσε το πόδι της στο νησί. Αφήνοντας πίσω τη ζωή της, το σπιτικό της και το «Παρίσι της Μικράς Ασίας». Αλλά και τον αμερικανό πρόξενο Τζον Χόρτον (με τη μορφή του Ιαν ΜακΚέλεν) και τη λαίδη Γουίτμαν, «αρχηγό» των Λεβαντίνων της Σμύρνης (με τη μορφή της Βανέσα Ρεντγκρέιβ).
Εικόνες από το μέλλον. Οχι μόνο από τη Μυτιλήνη του Αυγούστου του 2017, αλλά και από τη μεγάλη οθόνη του 2018. Από την κινηματογραφική «Smyrne», βασισμένη στην τριετή έρευνα –σε αρχεία στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Βρετανία και την Αμερική –και στο βιβλίο της Μιμής Ντενίση «Σμύρνη μου αγαπημένη», που έγινε και μία από τις πλέον επιτυχημένες παραστάσεις των τελευταίων ετών, με πάνω από 370.000 θεατές (και δη εν μέσω κρίσης) σε τρεις θεατρικές σεζόν.
Η παράσταση μπορεί να ανεβαίνει από τα Χριστούγεννα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, αλλά, όπως φαίνεται, η Μιμή Ντενίση δεν ξεμπερδεύει ακόμη με αυτήν τη θεατρική επιτυχία. Το 2017-18 υπάρχει ήδη προγραμματισμένη περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, ενώ το κοινό της (που είχε φτάσει να παρακαλάει για μια θέση στο Θέατρον του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, να αγοράζει το βιβλίο της από τις εκδόσεις Πατάκη, που έχει ήδη πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα, αλλά και τη μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη της Εστουδιαντίνας) ζητάει και άλλη επανάληψη στην Αθήνα. «Δεν τελείωσε ποτέ η Σμύρνη» παραδέχεται η ίδια, που διορθώνει, προσθέτει, συνεχίζει να ερευνά. Οπως και η σχέση της με το μικρασιατικό προσφυγικό στοιχείο, που τη θεωρεί πλέον «δική του» –κι ας μην είναι, στην καταγωγή.
Εικόνες από το παρελθόν (που τις προϋποθέτει ένα πορτρέτο, όπως το παρόν): όλα ξεκίνησαν έναν Μάιο της δεκαετίας του ’50 στη Λαμία, όπου γεννήθηκε η Δήμητρα Ντενίση. Στον τόπο όπου υπηρετούσε ο στρατιωτικός και θεσσαλός πατέρας της (ο οποίος αποστρατεύθηκε με βαθμό στρατηγού) και ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας της. Πολύ γρήγορα βρέθηκε στην Αθήνα και στο Δημοτικό Σχολείο της Αντιγόνης Μεταξά, που έθρεψε την αγάπη της για την αφήγηση, προτού το Αμερικανικό Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής γίνει τόπος των πρώτων θεατρικών της αναζητήσεων (ρόλοι, σκηνοθεσίες, κείμενο στο έντυπο του σχολείου). Αγαπούσε το θέατρο, αλλά πίστευε ότι ακαδημαϊκό θα ήταν το μέλλον της. Στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών.
Ο «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση τής άλλαξε τα σχέδια, το 1979, όταν έγινε αναγνωρίσιμη στο πανελλήνιο στη σειρά του Βασίλη Γεωργιάδη, δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη. Οι σπουδές στη Σχολή Θεοδοσιάδη τής έδωσαν τα φόντα, ο έρωτας και ο γάμος με τον Γιάννη Φέρτη και η συνεργασία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη την έφεραν στο σανίδι. «Οργισμένα νιάτα», «Επικίνδυνες σχέσεις», «Μαύρη κωμωδία» και κυρίως «Αμαντέους» ήταν οι μεγάλες επιτυχίες του ζεύγους στα χρόνια του κοινού θιάσου, πριν από τον χωρισμό που σηματοδοτήθηκε, το 1987, από δικό της θίασο, παρέα με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στο Βρετάνια, για πέντε χρόνια. Με Λαμπίς και Φεντό, καθώς φοβόταν, λέει, να ανοιχθεί σε κάτι βαρύ. «Δεν ήξερα αν θα γέμιζα ένα θέατρο».
Οι εμπορικές επιτυχίες που έγιναν στόχος –πολλές φορές ακραίας –σάτιρας (όπως του Λάκη Λαζόπουλου, για το τρένο στην «Αννα Καρένινα») στεγάστηκαν στα επτά χρόνια του Ακροπόλ: «Θεοδώρα», «Λασκαρίνα» κ.ά. Για να ακολουθήσει δωδεκαετές συμβόλαιο στο Ιλίσια, από το 1999 μέχρι το 2011, όταν με τη φίλη της Ολυμπία Δουκάκη καταγράφηκαν πλέον στο δυναμικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Στα χρόνια του Ιλίσια, πέρα από τις επιτυχίες («Ο βασιλιάς κι εγώ», «Βίκτορ – Βικτόρια», «Ανθος του κάκτου»), ενισχύθηκε η μεταφραστική εμπειρία της, σε πάνω από 80 έργα και από τέσσερις γλώσσες, ενώ μετέπλασε και το μικρό στούντιο Μιχαήλ Μαρμαρινού σε σκηνή Μίνου Βολανάκη, τιμώντας τη μνήμη του δασκάλου της με τον οποίο συνεργάστηκε στη «Λασκαρίνα». Στο μεταξύ ήρθαν και ο τίτλος του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική Δημοκρατία και η –υιοθετημένη –κόρη της Μαριτίνα. Αλλά και ο αρραβώνας, που δεν πρόλαβε να γίνει γάμος, με τον Αντώνη Τρίτση (το «άλλο της μισό»), μια τριετής σχέση με τον συγγραφέα και πρόεδρο της Τσεχίας Βάτσλαβ Χάβελ, ο γάμος και το διαζύγιο με τον Σωτήρη Πολύζο.
Η μικρή αποχή από τα αθηναϊκά θεατρικά τεκταινόμενα, μετά το τέλος του συμβολαίου της με το Ιλίσια, της έδωσε τον χρόνο να βουτήξει, με την παραίνεση της Ολυμπίας Δουκάκη, στην όχι και τόσο φωτισμένη –θεατρικά τουλάχιστον –ιστορία των μικρασιατών προσφύγων, «τσεκάροντας ανακρίβειες και λεπτομέρειες και ελέγχοντας τα λάθη όλων των πλευρών». Και γράφοντας πάνω της τον ρόλο της αρχόντισσας Φιλιώς (αφηγήτρια ουσιαστικά) στο «Σμύρνη μου αγαπημένη», δίπλα στον αειθαλή Κώστα Βουτσά, τον Τάσο Χαλκιά, τον Μιχάλη Μητρούση, τον Τάσο Νούσια κ.ά. Ο Μάρτιν Σέρμαν (θεατρικός συγγραφέας του «Μπεντ» και της «Ρόουζ» και συν-σεναριογράφος στο «Callas Forever» του Τζεφιρέλι) ήρθε αρωγός της στο σενάριο και στη σκηνοθεσία της επικείμενης ταινίας με βάση τη «Σμύρνη». Με την ομάδα παραγωγής της «Πολίτικης κουζίνας» και τον παραγωγό Τζόζεφ Σαμάν της Tanweer. Στην πιο ώριμη, όπως παραδέχεται, φάση της. Πίσω στο μέλλον, λοιπόν.