Ενα πρωινό, πριν από χρόνια, ο Στέλιος Πλακίτσης καθόταν σε ένα καφενείο στον Μαραθώνα. Κάποια στιγμή πέρασε από μπροστά του ένας Τσιγγάνος διαλαλώντας τις ικανότητές του στην επισκευή μαχαιριών. Ο Πλακίτσης είχε πολύ καιρό να δει ακονιστή και οι αναμνήσεις από την πόλη όπου μεγάλωσε, δούλεψε κι απόκτησε οικογένεια επανήλθαν. Δεν τον είχαν αφήσει και ποτέ ήσυχο, αυτή τη φορά όμως κατέφτασαν με τη μορφή ξεχασμένων επαγγελμάτων, τόσο πολλών που θα ξεσήκωναν κι επιμελητήριο: αλωνάρηδες και γιαουρτάδες, καφετζούδες και ξεματιάστρες, γανωτήδες και καροποιοί, κομμώτριες και κοφινάδες, μοδίστρες, μετεωρολόγοι πρακτικοί, αλλά και προξενήτρες, πεταλουργοί, παγοπώλες ή καφετζήδες, εστιάτορες, οργανοπαίκτες, πλανόδιοι φωτογράφοι και ηθοποιοί. «Είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε εποχές στέρησης αλλά και εξέλιξης και να έχω από αυτές μνήμες νωπές» λέει στα «Πρόσωπα». «Εκείνη την ημέρα λοιπόν άρχισα να καταγράφω όσα επαγγέλματα είχαν χαθεί από την πόλη και τη ζωή μας. Μοναδική μου μέθοδος ήταν οι αναμνήσεις. Το χρωστούσα όμως στις γενιές που έρχονταν».

Εκείνος κατέγραφε σε κόλλες Α4 ό,τι θυμόταν και η επιμελήτρια Ελένη Παπαγεωργίου οργάνωνε το υλικό. Και τι υλικό: στις σελίδες του βιβλίου «Από τα αλώνια… έως τα καφενεία – Μια ζωή δρόμος» (το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί το Καφενείον ο Μουρούζης διά χειρός Κώστα Μητρόπουλου), εκτός από τα χαμένα επιτηδεύματα, εμφανίζεται και η καθημερινότητά τους, εμπλουτισμένη με στιγμιότυπα που λάμπουν σαν διαμάντι στα μάτια ενός ερευνητή. Γιατί κάπως έτσι αξιολογείται η περιπέτεια μιας εγκύου σε ένα σαράβαλο, αντιμέτωπο με ένα σωρό λακκούβες, λεωφορείο, που με τη βοήθεια της μαμμής έγινε τελικά το μαιευτήριο ενός βρέφους, υπολογισμένου σήμερα σε άντρα 67 χρονών. Λαογραφική είναι η αξία της αφήγησης των υπηρεσιών τής Αννας της κουφής, μιας καφετζούς που δεν καλάκουγε, ρωτούσε όμως ευγενικά «να σε ψήσω ένα καφέ, τζιέρι μου» κι έπειτα επιδιδόταν στις προβλέψεις της. Σχεδόν γλωσσολογικό ενδιαφέρον έχει φράση «είπε ο παππούς μου να με κουρέψεις “κουρουμπέτσι”» που απηύθυνε ο μικρός Πλακίτσης στον κουρέα του. «Ρωτούν σήμερα οι νέοι αν ήταν όντως τόσο συναρπαστικά εκείνα τα χρόνια» λέει ο ογδοντάχρονος. «Ναι, ήταν, παρά τις στερήσεις. Γιατί οι άνθρωποι τότε αυτοσχεδίαζαν».

Πολλές φορές διασκέδαζαν κιόλας. Από την καταγραφή του Πλακίτση δεν απουσιάζουν ηθοποιοί και τραγουδιστές, ονόματα βαριά όσο της Ρόζας Εσκενάζυ και του Γιώργου Παπασιδέρη, της Σπεράντζας Βρανά και της Καλής Καλό, του Μανώλη Αγγελόπουλου και της Σοφίας Κολλητήρη. Η Εσκενάζυ είχε εμφανιστεί στα εγκαίνια του καφενείου Το Κεντρικόν, το οποίο ο πατέρας του συγγραφέα (ακολουθώντας την παράδοση του δικού του πατέρα, ιδιοκτήτη της ταβέρνας Το Στέκι των Κυνηγών) διατηρούσε στην Πλατεία Ηρώων. Ακολούθησε η Βρανά, όταν πήγε να παίξει το «Αμάρτησα για το παιδί μου»: ο Πλακίτσης, δώδεκα χρονών τότε, θυμάται ότι σε εκείνη την παράσταση είχε κάτσει μπροστά για να βλέπει. Χρειάστηκε ένας πιτσιρικάς που θα έκανε τον γιο της Βρανά και διάλεξαν εκείνον –ίσως από τότε θαύμαζε την ηθοποιό, όπως πάντως θαύμασε κατόπιν και τον Γιώργο Παπασιδέρη (επίσης παρών στα εγκαίνια στο Κεντρικόν), που μαζί με την Εσκενάζυ ήταν για αυτόν η αφρόκρεμα του τραγουδιού. «Ηταν πιο γοητευτικοί εκείνοι οι άνθρωποι, πιο πρακτικοί, ξεσηκωμένοι από το ταλέντο τους» λέει σήμερα. «Δεν υπήρχαν μικροφωνικές και άλλα τεχνικά μέσα. Ο Παπασιδέρης ακουγόταν χωρίς ενισχυτή στο ένα χιλιόμετρο. Γι’ αυτό τον αναζήτησε κι ο Καζαντζίδης που τον θαύμαζε».

Με τον Στέλιο

Ο Καζαντζίδης: άλλο ένα κεφάλαιο στη ζωή και σε ένα βαθμό στο βιβλίο του Πλακίτση. Ο συγγραφέας ήταν μόλις 16 χρονών όταν είχε την τύχη να τον γνωρίσει και η φιλία τους θα κρατούσε μέχρι το τέλος. Ολα ξεκίνησαν το 1952, όταν ο φαντάρος τότε στο τάγμα ημιονηγών στον Διόνυσο ήρθε και στρατοπέδευσε με τη μονάδα του στον Μαραθώνα. Στο Κεντρικόν ο πατέρας του Πλακίτση είχε φροντίσει να υπάρχει μια πλούσια δισκοθήκη, η οποία μαγνήτισε τον εκκολαπτόμενο τραγουδιστή –«εκεί άκουσε για πρώτη φορά το “Για μπάνιο πάω”» θυμάται ο συγγραφέας. Οι δυο τους πιάσανε φιλία και όταν λίγα χρόνια αργότερα ο Πλακίτσης θα άνοιγε το δικό του κέντρο διασκέδασης ονόματι Ο Στελάκης, ο Καζαντζίδης, με το «δυναμικότερο ελληνικό λαϊκό συγκρότημα» και την «υπέροχη τραγουδίστρια» Πόλυ Πάνου θα εμφανιζόταν, στις 29 Αυγούστου του 1956, σε μια βραδιά που θα άφηνε εποχή στην πόλη. Χρόνια αργότερα, ο Πλακίτσης θα ταξίδευε με τον Πάνο Γεραμάνη προς τον Αγιο Κωνσταντίνο όπου ζούσε τότε ο τραγουδιστής. Σκοπός ήταν να τον πείσουν να κάνει επιτέλους μια μεγάλη συναυλία. Αποφεύγοντας τη συζήτηση, εκείνος τους πήρε για ψάρεμα. Η ιδέα πάντως έπεσε: «Τι λες, Στέλιο; Πάμε να γεμίσεις το ΟΑΚΑ;» του λέγανε. «Κοίτα πώς τσιμπάει ο σπάρος» έκανε εκείνος αδιάφορα.

Ηταν η εποχή που ο Πλακίτσης ετοιμαζόταν να βγει στη σύνταξη, έχοντας στο μεταξύ κάνει ένα σωρό δουλειές: στη διαφημιστική εταιρεία Εσπερος, στα «ΝΕΑ» επί της διεύθυνσης του Κώστα Νίτσου, στο περιοδικό «Το θέατρο», αλλά κι ως κτηματομεσίτης ή ως έμπορος αυτοκινήτων. Ασχολήθηκε και με την πολιτική, εκλεγόμενος ως σύμβουλος στις κοινοτικές εκλογές του 1964 και αναλαμβάνοντας το πόστο του αντιπροέδρου της Κοινότητας Μαραθώνα ή κατόπιν το γραφείο δημοσίων σχέσεων της ΤΕΔΚΝΑ.

Αυτό το διάστημα ετοιμάζει ένα ακόμα βιβλίο για τις εμπειρίες του από το περίφημο Μπαράκι του Μάριου όπου δούλεψε μικρός, γνωρίζοντας ένα σωρό μουσικούς –τον «τζέντλεμαν» Γιώργο Μητσάκη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου με τους πολλούς φίλους, τον Τσιτσάνη που «δεν φόραγε γραβάτα, είχε όμως τα ακριβότερα πουκάμισα». Αυτό που νοσταλγεί ο Πλακίτσης καμιά φορά από τον παλιό Μαραθώνα είναι, λέει, ένας ρομαντισμός που μάλλον χάθηκε στη δεκαετία του ’70. Μέχρι τότε, «τις Κυριακές το απόγευμα όλος ο κόσμος έβγαινε στον κεντρικό δρόμο κι έκανε βόλτες πάνω – κάτω, ανταλλάζοντας πειράγματα ή κάνοντας κόρτε. Μετά κάθονταν στα καφενεία και τις ταβέρνες φορώντας τα καλά τους. Αυτό μου έχει λείψει. Ηταν για μένα κάτι το συνταρακτικό».