Είναι η κακή συνέπεια του τρεξίματος. Η καταπόνηση των γονάτων αυξάνεται κάθε φορά που το πέλμα του δρομέα χτυπάει το έδαφος. Βήμα βήμα, το πρόβλημα μεγαλώνει και οι τραυματισμοί στις αρθρώσεις γίνονται συνηθισμένο φαινόμενο. Μερικές φορές μάλιστα η έκταση του προβλήματος είναι τέτοια που ο τρεχάτος αναγκάζεται να κρεμάσει για πάντα τα αθλητικά του παπούτσια προκειμένου να σταματήσει να βάζει σε κίνδυνο την αρτιότητα του σκελετικού του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το τρέξιμο δεν σχετίζεται άμεσα με τις αιτίες που προκαλούν οστεοαρθρίτιδα.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα Arthritis care & research την περασμένη εβδομάδα επιστράτευσε 2.637 εθελοντές της δράσης Osteoarthritis Initiative, η οποία χρηματοδοτείται από το Αμερικανικό Ινστιτούτο για την Υγεία και μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Επειτα από οκτώ χρόνια συμμετοχής στο πρόγραμμα, οι επικεφαλής της έρευνας διένειμαν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τις φυσικές δραστηριότητες των εθελοντών –το 56% ήταν γυναίκες με μέση ηλικία τα 64 χρόνια. Στις απαντήσεις, 778 άτομα (δηλαδή 29,5%) σημείωσαν ότι είχαν δοκιμάσει το τρέξιμο κάποια στιγμή της ζωής τους.
Οι ειδικοί από αμερικανικά νοσοκομεία που εξέτασαν τα αποτελέσματα θεώρησαν ότι αυτού του είδους η δραστηριότητα είναι ικανή να αυξήσει τα προβλήματα στα γόνατα. Γι’ αυτό και όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε ακτινογραφίες προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάστασή τους και να παράσχουν σημαντικές πληροφορίες στην πορεία της έρευνας. Παρ’ όλα αυτά, οι εξετάσεις αυτές διέψευσαν τις θεωρίες τους, μιας και δεν εντόπισαν σημαντικά προβλήματα που θα μπορούν να προκαλέσουν οστεοαρθρίτιδα. Το γεγονός αυτό τους ανάγκασε να αλλάξουν το σκεπτικό τους.
Κάπως έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ένα ιστορικό με μπόλικη δόση τρεξίματος ως χόμπι δεν σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης αρθρίτιδας. Μάλιστα, για τους πόνους στα γόνατα το τρέξιμο κρίνεται αθώο, αφού εντόπισαν αντίστροφη σχέση ανάμεσα στις ενοχλήσεις και τα χιλιόμετρα που κάποιος γράφει σε προπονήσεις ή αγώνες. Με πιο απλά λόγια, εκείνοι που έτρεχαν στην πορεία των χρόνων περισσότερο, ήταν εκείνοι που δεν υπέφεραν από πόνους στις κλειδώσεις τους. «Αυτό ισχύει σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και για όσους έτρεχαν σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής τους» τόνισε μιλώντας στα αμερικανικά μέσα η Γκρέις Ισάιο – Γουέι Λο, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και επίκουρη καθηγήτρια στο ιατρικό κολέγιο Baylor.
Και σαν να μην έφτανε αυτό το εύρημα για να ενθαρρύνει τους δρομείς να φορτσάρουν, όλοι αυτοί που εξακολουθούσαν να στήνονται στη γραμμή της εκκίνησης την περίοδο της ανάλυσης των δεδομένων (το 21,1% των εθελοντών) υπέφεραν λιγότερο στα γόνατα σε σχέση με εκείνους που εγκατέλειψαν το χόμπι τους (25,3%) ή δεν έτρεξαν ποτέ στη ζωή τους (29,6%). Ωστόσο, μόλις το 5% από τους δρομείς σημείωσε πως τρέχει σε ανταγωνιστικό επίπεδο. Η Λο υποθέτει πως αυτό μπορεί να συνδέεται με τον χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος που είχαν οι ασκούμενοι, οι οποίοι διέθεταν και αυξημένη ισορροπία και περισσότερη μυϊκή δύναμη, συγκριτικά με τους πιο παχείς μη αθλούμενους εθελοντές.