Το 2016 που φεύγει υπήρξε χρόνος δοκιμασίας για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Το 2017 –κατά το οποίο συμπληρώνονται ακριβώς εξήντα χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης (25 Μαρτίου 1957) για τη δημιουργία της αρχικής Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΟΚ) –μπορεί να αποδειχθεί έτος-σταθμός, καθοριστικός για την πορεία και ίσως την επιβίωσή της. Λες και μια αόρατη δύναμη συνωμότησε ώστε όλες οι προκλήσεις υπαρξιακού χαρακτήρα να συσσωρευτούν στο σημαδιακό έτος 2017, κατά στο οποίο συμπληρώνονται επίσης εκατό χρόνια από τη «μεγάλη» Ρωσική Επανάσταση, το τελικό αποτέλεσμα της οποίας αποτελεί ήδη ιστορικό κεφάλαιο και τίποτα περισσότερο. Ορισμένοι προβλέπουν (ή και εύχονται) ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα έχει την ίδια πορεία και κατάληξη. Ευσεβείς πόθοι ίσως.
Oι προκλήσεις για την Ενωση είναι πολλαπλές και τεράστιες. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, οι βουλευτικές εκλογές σε τρεις και ίσως τέσσερις κεντρικές ιδρυτικές χώρες-μέλη –Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και ίσως Ιταλία –το αποτέλεσμα των οποίων θα καθορίσει εν πολλοίς την πορεία της ενοποίησης. Δεύτερον, το θέμα-πρόκληση του Brexit, η έναρξη δηλαδή των διαπραγματεύσεων για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ μετά το αρνητικό δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου. Τρίτον, η βαθιά αβεβαιότητα από την παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ιδιαίτερα υπό το φως όσων έχει επιλέξει να πλαισιώσουν την κυβέρνησή του, που μόνο αισιόδοξες προοπτικές δεν επιτρέπουν. Τέταρτον, το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα και το αν θα μπορέσει να κρατηθεί υπό έλεγχο, κάτι που σε μεγάλο βαθμό συναρτάται από το αν θα επιβιώσει η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας. Και βεβαίως η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη που, παρά την πρόσκαιρη ανάπαυλα, δεν έχει ξεπεραστεί και μπορεί να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις ανά πάσα στιγμή.
Μπροστά σε αυτές τις υπαρξιακές προκλήσεις που πρέπει να χειριστεί η Ενωση κατεβάζει ταχύτητα στις τρέχουσες δραστηριότητές της, χωρίς όμως και να τις παγώνει πλήρως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευθεί στο πρόγραμμά της για το 2017 να παρουσιάσει είκοσι μία (21) νέες πρωτοβουλίες σε τομείς που ορισμένοι ενδιαφέρουν ιδιαίτερα και την Ελλάδα (όπως για τις «δημοσιονομικές προοπτικές»/προϋπολογισμό της επόμενης επταετούς περιόδου, την προώθηση της αμυντικής Ενωσης κ.ά.).
Γαλλικά σενάρια
Χωρίς αμφιβολία οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία αποτελούν τον ισχυρότερο πονοκέφαλο και πρόκληση για την ΕΕ. Οπως όλα δείχνουν, η τελική μάχη για το Ελυζέ θα διεξαχθεί ανάμεσα στον υποψήφιο της συντηρητικής παράταξης Φρανσουά Φιγιόν και την επικεφαλής του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν. Οι Σοσιαλιστές, ανεξάρτητα από το ποιον θα επιλέξουν για υποψήφιο τον Ιανουάριο, δεν έχουν προοπτικές να περάσουν στον δεύτερο γύρο. Η μάχη για δεύτερη θητεία στην προεδρία έχει χαθεί για αυτούς (εκτός αν ένα κατακλυσμιαίο γεγονός αλλάξει τα δεδομένα). Και οι προβλέψεις θέλουν τον Φιγιόν να εγκαθίσταται τελικά τον Μάιο στο Ελυζέ.
Ωστόσο, υπό το φως του τι συνέβη στις ΗΠΑ με την εκλογή Τραμπ και στη Βρετανία με το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί με κατηγορηματικότητα, ακόμη και η Λεπέν ως πρόεδρος της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Σε αυτή την περίπτωση, θα έχουμε το εφιαλτικό σενάριο για την ΕΕ να γίνεται πραγματικότητα. Η Λεπέν έχει διακηρύξει επανειλημμένως την πρόθεσή της να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για τη συμμετοχή ή μη της Γαλλίας στην Ενωση. Και ενώ η ΕΕ μπορεί να ξεπεράσει ένα Brexit, σε καμιά περίπτωση δεν θα αντέξει ένα Frexit. Επομένως όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά. Πολύ περισσότερο αν μετά τις εκλογές στην Ολλανδία που θα έχουν προηγηθεί (Μάρτιος 2017), το ακροδεξιό κόμμα του Γκερτ Βίλντερς (PVV) καταλάβει την πρώτη θέση και συμμετάσχει στην κυβέρνηση.
Καθοριστική σημασία για την πορεία της ΕΕ μπορεί να έχουν και οι εκλογές στην Ιταλία αν τελικά διεξαχθούν το 2017, με το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο να διεκδικεί την πρώτη θέση, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες ιδιαίτερα την ευρωζώνη.
Η βρετανική «έξοδος»
Το Brexit είναι ένα από τα θέματα που θα κυριαρχήσουν διαπραγματευτικά το 2017 αν και εφόσον η βρετανική κυβέρνηση –έπειτα από σχετική «άδεια» του Κοινοβουλίου (House of Commons) –ενεργοποιήσει τον Μάρτιο το σχετικό άρθρο της Συνθήκης (άρθρο 50 Συνθήκης της Λισαβόνας) για την αποχώρηση.
Ωστόσο στη διαπραγμάτευση αυτή η Ενωση έχει το πάνω χέρι. Το Λονδίνο βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση να αποφασίσει τη μελλοντική σχέση με την ΕΕ (μετά την αποχώρηση) χωρίς να τραυματίσει καίρια την οικονομία της και ιδιαίτερα τον ρόλο του Σίτι. Οι υπέρμαχοι του Brexit λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο. Νόμισαν ότι θα μπορούσαν κάπως να εκβιάσουν την ΕΕ για ένα ευνοϊκό καθεστώς και τώρα διαπιστώνουν ότι «αυτά δεν περνάνε» και ψάχνονται χωρίς ορισμένοι να αποκλείουν ακόμη και κάποια θεαματική κωλοτούμπα στο τέλος. (Θυμίζει τίποτα, αλήθεια;).
Πάντως, παρά τους ευσεβείς πόθους ορισμένων, το Brexit καθαυτό δεν φαίνεται να απειλεί τη συνοχή και την πορεία της ΕΕ. Μπορεί να το ξεπεράσει σχετικά ανώδυνα (παρά τα αναπόφευκτα τραύματα που θα αφήσει).
Η εκλογή Τράμπ
Αντίθετα η Ενωση αγωνιά βαθύτατα για το σύνδρομο και τις επιπτώσεις της προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ. Επί του παρόντος Ενωση και χώρες-μέλη κρατούν χαμηλά τους τόνους περιμένοντας την επίσημη ανάληψη της εξουσίας. Οι ενδείξεις όμως από τη συγκρότηση του κυβερνητικού team είναι εξόχως ανησυχητικά (ιδιαίτερα η τοποθέτηση του επικεφαλής της Exxon και επιστήθιου φίλου του Πούτιν Ρεξ Τίλερσον ως υπουργού Εξωτερικών). Οι εμπορικές σχέσεις Ευρώπης – ΗΠΑ (TTIP κ.λπ.), οι σχέσεις με τη Ρωσία, την Κίνα, ο ρόλος του ΝΑΤΟ ή, με άλλα λόγια, όλη η μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων μπορεί να τιναχτούν στον αέρα αν οι διακηρύξεις Τραμπ και οι πεποιθήσεις κυβερνητικών στελεχών μεταγλωττιστούν σε εφαρμόσιμη πολιτική. Η Ευρώπη φοβάται και προετοιμάζεται για τα χειρότερα (παρά τα αντίβαρα που λειτουργούν στις ΗΠΑ για τον έλεγχο των υπερβολών της εκτελεστικής εξουσίας).
Η προεδρία Τραμπ μπορεί να επηρεάσει και μια άλλη κρίσιμη σχέση, αυτή της ΕΕ με το ΔΝΤ. Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ESM θα ήθελαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από την παρουσία του ΔΝΤ στις διαδικασίες της ευρωζώνης για αρκετά ευνόητους λόγους. Το Ταμείο παραμένει στις διαδικασίες με αποφασιστικό λόγο γιατί το θέλουν η Γερμανία (κυρίως), η Φινλανδία και η Ολλανδία. Και βεβαίως οι ΗΠΑ. Η Γερμανία και άλλοι γιατί δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στην Επιτροπή και οι ΗΠΑ γιατί θέλουν να έχουν έναν μοχλό στην ευρωζώνη. Ωστόσο αν ο Τραμπ εγκαταλείψει –όπως διαφαίνεται –το ενδιαφέρον για την Ευρώπη, τότε η εξίσωση αλλάζει, παρά το γεγονός ότι η Γερμανία θα επιμείνει στη συμμετοχή του. Ας σημειωθεί ότι και τα περισσότερα μέλη του ΔΣ του ΔΝΤ θα ήθελαν το Ταμείο να απεμπλακεί από την ευρωζώνη και την Ελλάδα.
Η αναστροφή του κακού
Παρά τη μάλλον ζοφερή εικόνα και τις προοπτικές, δεν πρέπει να διαφεύγουν κάποιες θετικές εξελίξεις που δείχνουν ότι οι αρνητικές, ζημιογόνες διαδικασίες μπορεί να αντιστραφούν. Ούτε η επικράτηση του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού είναι αναπόφευκτη ούτε βεβαίως η κατάρρευση της Ενωσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Αυστρία (εκλογή του κεντροαριστερού Aλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν στην προεδρία) αλλά και στη Ρουμανία (επικράτηση σοσιαλιστικού κόμματος/PSD), η ενίσχυση της δημοφιλίας και αποδοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης που καταγράφεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, αλλά και το γεγονός ότι πάνω από πέντε (5) εκατ. Γάλλοι κινητοποιήθηκαν για την εκλογή Φιγιόν ως υποψηφίου προκειμένου να αποτρέψουν την εκλογή Λεπέν στην προεδρία, αποτελούν ευοίωνες ενδείξεις.
Και η Ελλάδα;
Και η Ελλάδα πού θα βρεθεί μέσα σε αυτό το αβέβαιο και ασταθές ευρωπαϊκό περιβάλλον; Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς ακριβώς θα κλείσει η τρέχουσα δεύτερη αξιολόγηση, αν θα κλείσει με κάποιο συμβιβασμό ή με μια σύγκρουση με τους θεσμούς.
Και τα δύο σενάρια εμφανίζονται ανοιχτά αυτή τη στιγμή. Αν οδηγηθούμε σε σύγκρουση, τότε η Γερμανία (Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κ.ά.) και όχι μόνη της θα επαναφέρουν στο τραπέζι το Grexit και αυτή τη φορά θα πιέσουν για την υλοποίησή του (αν και όχι εύκολο). Ενας συμβιβασμός θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συνεχίσει για το ορατό μέλλον ως «χώρα ειδικού καθεστώτος», στο οποίο έχει περιέλθει στο πλαίσιο της Ενωσης.
Σε κάθε περίπτωση όμως και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σενάριο, το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται στην Ευρώπη και θα αποκρυσταλλωθεί μετά τον εκλογικό κύκλο θα είναι δυσμενέστερο για την Ελλάδα. Ορισμένοι σημαντικοί φίλοι της χώρας αποχώρησαν ή αποχωρούν από το προσκήνιο (Ρέντσι, Σουλτς, Ολάντ), ενώ συντηρητικότερες πολιτικές δυνάμεις με χαμηλότερες ευαισθησίες για τη στήριξη της Ελλάδας ανέρχονται στο προσκήνιο ή και στην κυβέρνηση.
Αλλά για την Ελλάδα η επιλογή είναι μία και σαφής: να εργάζεται με συνέπεια (με μεταρρυθμίσεις κ.λπ.) για την επιστροφή στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα» όπως ορίζεται από το ενωσιακό κεκτημένο. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Και για αυτό, μεταξύ των άλλων, απαιτείται να έχει συνολική ευρωπαϊκή πολιτική που θα καλύπτει τόσο τις επόμενες «δημοσιονομικές προοπτικές», την «αμυντική Ενωση» και διεύρυνση (που παραμένει ουσιαστικά παγωμένη) όσο και τα θέματα της κρίσης και της ευρωζώνης. Η πολιτική αυτή εμφανώς απουσιάζει αυτή τη στιγμή και για αυτό χάνουμε ευκαιρίες.