Το κακό είναι ότι στο τέλος, πάντα, κάποιος πληρώνει τον λογαριασμό. Και δυστυχώς, για άλλη μία φορά, τα σπασμένα από τη νέα κρίση στις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών θα τα πληρώσει η ελληνική οικονομία.
Τον Φεβρουάριο του 2015 ο Μάριο Ντράγκι αποφάσισε να αναστείλει το waiver, μέσω του οποίου τα ελληνικά ομόλογα γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ ως εγγυήσεις για την παροχή φθηνής ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες. Ηταν μία από τις πολλές, αλλά καθοριστικές, πράξεις του δράματος που βίωσε η ελληνική οικονομία, με αποκορύφωμα τα capital controls και τελικά την υπογραφή ενός επώδυνου τρίτου Μνημονίου. Τότε η απόφαση Ντράγκι ήρθε ως αποτέλεσμα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, να μην αναγνωρίσει το πρόγραμμα χρηματοδότησης της χώρας, και των αλλοπρόσαλλων δηλώσεων Βαρουφάκη. Εν τέλει, το waiver επανήλθε μετά από ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο 2016, αφού η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο και ολοκλήρωσε την πρώτη αξιολόγηση. Και αφού βεβαίως, με όλα αυτά, είχε χαθεί το θετικό μομέντουμ που εμφάνιζε η ελληνική οικονομία προς το τέλος του 2014 με κάποια πρώτα σημάδια ανάπτυξης.
Σήμερα, με βάση όλες τις ενδείξεις, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα νέο σημείο καμπής. Το θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη έχει επανέλθει. Και παρά τις όποιες υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις, όλα δείχνουν ότι το 2017 θα μπορούσε να είναι το πρώτο έτος ανάπτυξης έπειτα από πολλά χρόνια στο τούνελ της ύφεσης. Η εικόνα αυτή, ωστόσο, αρχίζει να θολώνει. Η υπεραντίδραση των δανειστών να παγώσουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος ως αντίποινα στις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού για το επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους δείχνει σε κάθε περίπτωση ότι δεν πρόκειται να βάλουν νερό στο κρασί των σκληρών απαιτήσεών τους για να κλείσει η αξιολόγηση. Ολα πάνε πίσω, μαζί και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE του Ντράγκι που αποτελεί προαπαιτούμενο για να ανοίξουν οι αγορές για την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση μπροστά στο αδιέξοδο των σκληρών –και με την κάλυψη Σόιμπλε –αξιώσεων του ΔΝΤ για νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο έριξε, εις γνώσιν της, ζαριά με μεγάλο ρίσκο. Αιφνιδίασε δοκιμάζοντας τα νεύρα των δανειστών, οι οποίοι έβγαλαν τα μπαζούκας για ένα κουνούπι που πέταξε στην Ελλάδα. Προσπάθησε να αποκαταστήσει τη βαθιά τραυματισμένη αξιοπιστία της από τις περικοπές στις συντάξεις και τα άλλα μέτρα του δικού της Μνημονίου, η οποία απεικονίζεται με δραματικό τρόπο στις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, ενίσχυσε τα επιχειρήματα Σόιμπλε και των συμμάχων του ότι μια μεγάλη ελάφρυνση του χρέους θα άνοιγε την όρεξη στην Ελλάδα για παροχές. Ανοιξε όμως και την έξοδο κινδύνου που έχει ανάγκη η ίδια για να αποφύγει, με εκλογές, τα θανατηφόρα σκάγια που βλέπει να έρχονται καταπάνω της όσο πλησιάζει προς το πεδίο βολής της δεύτερης αξιολόγησης.
Ενας συμβιβασμός φαίνεται να μπορεί –και πρέπει –να επιτευχθεί μεταξύ των δύο πλευρών για το χριστουγεννιάτικο επίδομα και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Αυτός, όμως, δεν αρκεί για να κλείσει η συμφωνία της αξιολόγησης που τώρα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.