Τη βρήκα προχθές το μεσημέρι, μες στην ηλιόλουστη κουζίνα του διαμερίσματός της στο Παγκράτι, να πλάθει μελομακάρονα. Αρχοντική κι αφράτη σαν ζεστή φραντζόλα, με τον κόκκινο κότσο ασορτί με τα νύχια της, με το γάργαρο γέλιο και τα ηδυπαθή της μαύρα μάτια, η Ελενάρα ευωδιάζει Μικρασία και ας μιλάει σπάνια για την καταγωγή της, κι ας μην έχει ποτέ επισκεφθεί τους τόπους των προγόνων της. «Εχουμε πάλι κρίση, θεία!» έκανα ασθμαίνων. (Μου ρίχνει μια δεκαετία σκάρτη και όμως τη φωνάζω «θεία» –της αρέσει -, της θυμίζει την εποχή που εγώ ήμουν ένα αναιδέστατο πιτσιρίκι κι εκείνη μια αναρχική μαθήτρια, η οποία έκανε κοπάνα από το φροντιστήριο και έτρεχε στις καταλήψεις στο Χημείο). «Ο Τσίπρας ξαναχτύπησε τη γροθιά τής χώρας στο μαχαίρι!». «Κάτι πήρε το μάτι μου στις εφημερίδες» σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Δεν ακούς ραδιόφωνο; Δεν ενημερώνεσαι λεπτό προς λεπτό για τις εξελίξεις από το Διαδίκτυο;». «Τα έκλεισα εδώ και μήνες όλα. Βαρέθηκα» μου ανακοίνωσε μάλλον με ανακούφιση.

«Βαρέθηκα. Σιχάθηκα. Μπούχτισα με τα καραγκιοζιλίκια τους. Οι μεν να παριστάνουν τους επαναστάτες που θα μας οδηγήσουν μέσα από ρήξεις στον παράδεισο, οι δε τους σοβαρούς που θα κάνουν τη χώρα να δουλεύει ρολόι. Να αμολάνε μπαρούφες -βέβαιοι ότι σε ένα εικοσιτετράωρο θα έχουν ξεχαστεί -, να ανταλλάσσουν φρικτές προσβολές, ο φιλικός τύπος του καθενός να βγάζει στο μεϊντάνι τα άπλυτα του άλλου. Και οι πολίτες όχι απλώς να τους παρακολουθούν, μα και να τους μιμούνται. Να ξεμαλλιάζεται ο συνταξιούχος με τον μικροεπαγγελματία στο facebook… Κι ας ξέρουν –γίνεται να μην το ξέρουν; –ότι οι πολιτικοί, άπαξ και κλείσουν οι κάμερες, είναι μέσα στα μέλια, καλαμπουρίζουν σαν παλιόφιλοι.

Οταν φαλίρισε το κράτος, το 2010, και μπήκαμε στο πρώτο Μνημόνιο, ήλπισα ότι κάτι θα άλλαζε. Πως έστω και με το στανιό θα νοικοκυρευόμασταν. Πως με μεταρρυθμίσεις θα απελευθερώνονταν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Οτι το πάνω χέρι θα είχε πλέον ο δραστήριος, ο καινοτόμος, ο εμπνευσμένος και όχι ο ραντιέρης και το μέλος της προνομιούχας συντεχνίας. Κούνια που με κούναγε. Ακόμα και όσοι πόζαραν για εκσυγχρονιστές δεν νοιάζονταν παρά να μάσουν τα λεφτά από την τρόικα και να προστατεύσουν τα πελατάκια τους. Υπέγραφαν ό,τι χαρτί τους έδιναν μα δεν υλοποιούσαν σχεδόν τίποτα.

Οταν, το καλοκαίρι του 2011, γεμίσαμε Αγανακτισμένους, κατηφόρισα κι εγώ στην πλατεία –το φαντάζεσαι; Θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια στα αμφιθέατρα, ανέβηκα σε ένα καφάσι και έβγαλα λόγο! Τους είπα ό,τι όλοι γνωρίζουν. Για τους προπάππους μας που έφτασαν πρόσφυγες με την Καταστροφή, μα αντί να σιχτιρίζουν την καταραμένη μοίρα, ανασκουμπώθηκαν, ίδρωσαν και πρόκοψαν. Για τους εργάτες που διεκδικούσαν μια καλύτερη ζωή απεργώντας –ρισκάροντας ελευθερία και ζωή -, παράλληλα όμως έστυβαν την πέτρα στα γιαπιά και στα μηχανουργεία. Για τους γονείς που έκαναν το σκατό τους παξιμάδι για να μάθουν τα παιδιά γράμματα, δεν φίλαγαν ποδιές κατουρημένες για να τα διορίσουν στο Δημόσιο. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…

Μετά το δημοψήφισμα του 2015 κατάλαβα ότι δεν χωράει σωσμός. Πολύς κόσμος –πάρ’ το απόφαση –ηδονίζεται να τον παραμυθιάζουν. Υπάρχουν άνθρωποι, κατά τεκμήριον νοήμονες, που επιμένουν να πιστεύουν ότι εάν μουντζώσουμε τους δανειστές θα απαλλαγούμε από τα χρέη. Που προσβλέπουν ακόμα σε από μηχανής θεούς και σε θαύματα…

Μα και το “μέτωπο της λογικής” ποια ακριβώς Ελλάδα επαγγέλλεται; Το να βάλεις μια χώρα σε τάξη δεν αρκεί. Πρέπει να της δώσεις και κατεύθυνση. Ρόλο διακριτό μέσα στο διεθνές περιβάλλον. Η τελευταία μάλλον ευκαιρία που είχε η Ελλάδα ήταν στις αρχές των 90s, μετά την πτώση του Τείχους. Αντί όμως να γίνουμε ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια, ξεπέσαμε στο “Προσεχώς, Βουλγάρες”.

Γι’ αυτό σου λέω. Βαρέθηκα.

Κάτσε να βγουν τα μελομακάρονα από τον φούρνο, να σε γλυκάνω μια σταλιά!».