Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι το σημείο καμπής ήταν οι μαζικές διαδηλώσεις του 2003 εναντίον της απόφασης του τότε προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου να εισβάλει στο Ιράκ. Διαπιστώνοντας πως αγνοήθηκαν πλήρως, παρόλο που στη συνέχεια δικαιώθηκαν, οι πολίτες πέρασαν σε μια φάση ολοκληρωτικής άρνησης του δημόσιου λόγου. Αυτή την άρνηση εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια διάφορα ανελεύθερα και αυταρχικά καθεστώτα, με επικεφαλής τη Ρωσία του Πούτιν, για να προωθήσουν ένα «εναλλακτικό», στην πραγματικότητα συνωμοσιολογικό, αφήγημα της Ιστορίας. Το έκαναν με πολλούς τρόπους: μέσω της επίσημης προπαγάνδας, χάρις σε ψεύτικες ιστοσελίδες και με τη βοήθεια των «εκπροσώπων» τους στις δυτικές κοινωνίες. Κάπως έτσι φτάσαμε στο Brexit και στον Τραμπ. Κάπως έτσι έγινε το Χαλέπι μια θάλασσα αίματος. Κάπως έτσι μπορεί η Γαλλία να αποκτήσει σε λίγους μήνες πρόεδρο τη Μαρίν Λεπέν.
Μια άλλη μοιραία ημερομηνία είναι η 9η Αυγούστου 1999, όταν ο Πούτιν δέχθηκε την πρόταση του τότε προέδρου Γέλτσιν να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο βασικός του στόχος από την αρχή ήταν να ξαναβάλει τη Ρωσία στο κλαμπ των ισχυρών, παίρνοντας την εκδίκησή του για λογαριασμό της Σοβιετικής Ενωσης. Και ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ήταν το ξαναγράψιμο της Ιστορίας. Το 2013, για παράδειγμα, ο υπουργός Αμυνας Σεργκέι Σόιγκου πέρασε έναν νόμο που προβλέπει φυλάκιση έως πέντε ετών για όποιον ασκεί κριτική στη στάση του Κόκκινου Στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Βρίσκομαι στο στόχαστρο αυτού του νόμου», έγραψε ο διάσημος ιστορικός Αντονι Μπίβορ, «αφού στο βιβλίο μου “Βερολίνο: η πτώση” περιγράφω διεξοδικά τους μαζικούς βιασμούς που διέπραξαν ρώσοι στρατιώτες το 1945».
Οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν πάντα ταλέντο στην παραποίηση της Ιστορίας ώστε να υπηρετεί τα συμφέροντά τους. Η σημερινή, όμως, πρέπει να ανακηρυχθεί χωρίς αμφιβολία πρωταθλήτρια σε αυτό το σπορ. Δεν έχει κανένα πρόβλημα, για παράδειγμα, να αναπαράγει τα ψέματα της Μόσχας περί φασιστικής κυβέρνησης της Ουκρανίας, αποσιωπώντας ταυτόχρονα την αλήθεια ότι η ίδια αυτή Μόσχα έχει καταλάβει μέρος της Ουκρανίας, χρηματοδοτεί το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν ή συνεργάζεται με τους φασίστες της Ουγγαρίας. Ακόμη μεγαλύτερη επιδεξιότητα, όμως, επιδεικνύει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο πλασάρισμα του αφηγήματος της κρίσης. Φταίνε οι ξένοι που χρεοκοπήσαμε, όχι εμείς. Φταίει η υποχωρητικότητα της τρόικας εσωτερικού που μειώθηκαν οι συντάξεις, όχι η ανικανότητα, η προκλητικότητα και ο κυνισμός του κυβερνητικού επιτελείου. Αν μπορούσε ο Πρωθυπουργός μας, θα είχε εξαφανίσει όλες τις φωτογραφίες που τον δείχνουν μαζί με τον Βαρουφάκη.
Ζούμε άραγε και στην Ελλάδα την post-truth εποχή μας; Αυτό θα φανεί από την αντίδραση της κοινής γνώμης την επόμενη φορά που θα κληθεί να ψηφίσει σε κάποια διαδικασία άμεσης δημοκρατίας. Με την προχθεσινή τους διαδήλωση, πάντως, οι συνταξιούχοι έδωσαν ένα δείγμα. Μπορεί να προέβαλαν εξωπραγματικά αιτήματα («επιστροφή όλων των χρημάτων που είναι δουλεμένα και αίμα»), διακήρυξαν όμως πως ούτε αφελείς είναι, για να πιστεύουν τα παραμύθια περί 13ης σύνταξης, ούτε δεδομένοι. Και, κυρίως, πως δεν ξεχνούν και δεν συγχωρούν.