Εγώ θα δεχτώ τις αντιρρήσεις των συνδικαλιστών της Μέσης Εκπαίδευσης για το πρόγραμμα αξιολόγησης PISA. Μολονότι δεν μπορώ να φανταστώ στον σύγχρονο κόσμο ένα βιώσιμο εκπαιδευτικό σύστημα που αγνοεί πεισματικά την αγορά εργασίας, έχω και εγώ την υποψία, πέστε την αν θέλετε προκατάληψη, ότι τα κριτήρια αυτού του προγράμματος ευνοούν την επαγγελματική εξειδίκευση εις βάρος μιας πιο ολοκληρωμένης παιδείας και ότι η ικανότητα κριτικής σκέψης που ισχυρίζονται ότι ελέγχουν αφορά μάλλον αποφάσεις για πρακτικά ζητήματα (όχι ότι αυτό είναι ασήμαντο) παρά μια γενικότερη στάση απέναντι σε δοξασίες, δόγματα και ανέλεγκτες πληροφορίες.
Συντάσσομαι, λοιπόν, με τους συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς μας που υπερασπίζονται μια σωστή εκπαίδευση, προσανατολισμένη στη διάπλαση ελεύθερων και συγκροτημένων πολιτών. Θα συμφωνήσουν όμως, φαντάζομαι, ότι μια τέτοια εκπαίδευση δεν μπορεί να σημαίνει μηχανική συσσώρευση γνώσεων και ότι πρέπει να στοχεύει στη βαθύτερη κατανόηση του γνωστικού αντικειμένου. Επίσης θα συμφωνήσουν ότι αυτό είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, που με τη σειρά της είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη ελεύθερου φρονήματος. Θα συμφωνήσουν επομένως, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, ότι κριτική σκέψη και παπαγαλία σχετίζονται μεταξύ τους όπως η βλάστηση με την ανομβρία.
Κατόπιν όλων αυτών μοιάζει πραγματικά ανεξήγητο το ότι η ΟΛΜΕ, ένας από τους δυναμικότερους και πιο διεκδικητικούς συνδικαλιστικούς φορείς μας, δεν κινητοποιήθηκε ποτέ για την κατάργηση αυτής της κεντρικής, διαχρονικής, πνευματοκτόνου και δουλογόνου διδακτικής μεθόδου στα ελληνικά σχολεία. Μια υπόθεση θα ήταν ότι οι καλοί εκπαιδευτικοί μας θεωρούν πως είναι πολύ νωρίς για ένα παιδί δεκαπέντε ή δεκαεπτά χρονών να μάθει να σκέφτεται κριτικά και ότι αυτό θα του το διδάξει αργότερα η ζωή ή, αν συνεχίσει τις σπουδές του, η ανώτατη εκπαίδευση.
Δεν ξέρω αν η κριτική σκέψη εκκρίνεται αυτογενώς από το θαλερό δέντρο του ελληνικού βίου. Αλλά σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση ας μου επιτραπεί να διηγηθώ μια προσωπική εμπειρία από τον καιρό που δίδασκα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είχα τονίσει επανειλημμένα στους φοιτητές μου ότι ήθελα να απαντούν ελεύθερα στις ερωτήσεις που τους έβαζα στα διαγωνίσματα, ακόμη και αναπτύσσοντας επιχειρήματα που αντέβαιναν στα δικά μου. Παρατήρησα όμως ότι σχεδόν όλοι αναπαρήγαν αυτολεξεί ό,τι τους είχα πει εγώ στις παραδόσεις (κρατούσαν σημειώσεις). Οταν είδα και απόειδα, τους προειδοποίησα ότι θα βαθμολογούσα τέτοια γραπτά κάτω από τη βάση και, επειδή η κατάσταση ελάχιστα άλλαξε, το έκανα. Τότε με πλησίασε μια κοπελίτσα κλαίγοντας και μου είπε ότι δεν έφταιγαν αυτοί, έτσι είχαν συνηθίσει, γιατί έτσι τους ζητούσαν να γράφουν οι άλλοι καθηγητές. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Αυτό δείχνει ότι η παπαγαλία δεν είναι απλώς μια βολική παιδαγωγική μέθοδος ρουτινιασμένων, κακοπληρωμένων δασκάλων στα γυμνάσια και τα λύκεια. Το φαινόμενο έχει μάλλον βαθύτερες ρίζες. Είναι αλήθεια βέβαια ότι αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται και σε χώρες της ανατολικής Ασίας που κατατάσσονται ψηλά στους διαγωνισμούς του προγράμματος PISA, όπως η Σινγκαπούρη, η Ταϊβάν ή η Νότια Κορέα. Κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι το πρόγραμμα έχει μια ειδική αντίληψη για την κριτική σκέψη. Οι υψηλές οικονομικές επιδόσεις αυτών των χωρών, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση των μαθητών τους από το PISA, υπαινίσσονται ότι τα εκπαιδευτικά συστήματά τους είναι προσανατολισμένα στην παραγωγή ανθρώπων πειθαρχημένων, υπάκουων και εργατικών μάλλον παρά ανθρώπων με ανεξάρτητη σκέψη. Δεν το θεωρώ αυτό καθόλου αξιοζήλευτο. Εμείς όμως ούτε την πειθαρχία και την εργατικότητα ούτε την πνευματική ανεξαρτησία καλλιεργούμε. Τείνουμε να παράγουμε οκνούς παπαγάλους.
Ο λόγος πρέπει να είναι η προοπτική της αποκατάστασης στο Δημόσιο ως στόχος των περισσότερων ελληνικών οικογενειών για τα παιδιά τους. Ο Μαρξ έλεγε –και είναι ίσως ό,τι σοφότερο έχει πει –πως μια κοινωνία θέτει στον εαυτό της μόνο προβλήματα που μπορεί να λύσει. Οταν έχεις μια κρατικιστική και επιπλέον πελατειακή οικονομία, δεν χρειάζεται ούτε υψηλή κατάρτιση ούτε κριτική σκέψη. Αυτό είναι το καθ’ ημάς θεώρημα του παπαγάλου.