Πριν από τρεις ημέρες, ήταν η έμπνευση να μοιραστούν στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα στους αστέγους. Πριν από δύο ημέρες, ο τρόπος με τον οποίο μια κυβέρνηση που καταρρέει δημοσκοπικά χρησιμοποίησε τους συνταξιούχους ως όπλο και ασπίδα συγχρόνως, προς δημιουργία εντυπώσεων. Δυστυχώς οι φτωχοί, πλην όλων των άλλων, είναι ανυπεράσπιστοι και απέναντι στον ναρκισσισμό της φιλανθρωπίας. Μιας φιλανθρωπίας που μπορεί μεν να ανακουφίζει, χωρίς όμως να σέβεται τη φτώχεια. Πώς το έχει πει ο Σαρτρ; «Οι φτωχοί δεν ξέρουν πως ο σκοπός της ζωής τους είναι να γίνονται αποδέκτες της γενναιοδωρίας μας». Στην προκειμένη περίπτωση, το χριστουγεννιάτικο δέντρο (χωρίς να αμφισβητώ τις καλές πλην αφελείς προθέσεις αυτών που το εμπνεύστηκαν) περιορίζει τις επιπτώσεις της φτώχειας στον χώρο του θυμικού, το δε επίδομα εργαλειοποιεί τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Αυτές οι δύο τυχαίες συγκυρίες μου θύμισαν μια ιστορία των παιδικών μου χρόνων, που έπρεπε να μεγαλώσω για να αποκωδικοποιήσω τη σημειολογία της. Θα ήμουν γύρω στα οκτώ. Καλοκαίρι και στο χωριό του πατέρα μου, στην Πάρο, γινόταν πανηγύρι. Στην άκρη της πλατείας κάθονταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αποκομμένα από το πολύχρωμο, χαρούμενο πλήθος. Περίπου στην ηλικία μου, τα δυο αδέλφια ήταν μαυροφορεμένα και ξυπόλητα, το κορίτσι μάλιστα φορούσε, σφιχτοδεμένο στο κεφαλάκι του, μαύρο μαντίλι. Δεν καλοθυμάμαι αν ήξερα τότε ότι τα παιδιά τής πιο φτωχής οικογένειας του χωριού είχαν πρόσφατα ορφανέψει από πατέρα ή αν το έμαθα αργότερα. Oπως και να ‘ναι, ο πατέρας μου με προέτρεψε να πάω να τους μιλήσω, να κάνω παρέα μαζί τους. Η παιδική αμεσότητα ξεπέρασε γρήγορα την εκατέρωθεν αμηχανία και σε λίγη ώρα παίζαμε στο σπίτι μου τρώγοντας από τα γλυκά και τα φαγητά που είχε ετοιμάσει η γιαγιά μου λόγω της γιορτής. Την επομένη έγινε το ίδιο. Την τρίτη μέρα, όμως, ο πατέρας μου μού είπε: «Αύριο θα πας εσύ στο σπίτι των παιδιών. Και θα φας από το δικό τους φαγητό. Κι αν έχουν ρεβίθια χωρίς λάδι, θα φας ρεβίθια χωρίς λάδι και θα πεις “ευχαριστώ”».
Ηταν το πρώτο αλλά το πιο ουσιαστικό μάθημα του πώς μπορείς να σταθείς (είτε ως άτομο είτε ως φορέας είτε ως κράτος) πλάι σε έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη χωρίς να τον προσβάλεις. Χωρίς να κάνεις την ανάγκη του πίστα για επικοινωνιακές φιοριτούρες παντός τύπου. Πέραν της πολιτικής επικαιρότητας, πριν από λίγες εβδομάδες, πλήθος περίμενε στην ουρά για τρεις δωρεάν γκοφρέτες. Η εταιρεία που τις προσέφερε θα μπορούσε να είχε βγάλει είκοσι υπαλλήλους ή εθελοντές να τις μοιράσουν. Γιατί πρέπει κάποτε να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ επιδεικτικής φιλανθρωπίας και ουσιαστικής δοτικότητας. Ανάμεσα στο «δίνω» της πρώτης και το «μοιράζομαι» της δεύτερης.
ΥΓ: Για την ιστορία, και τα δύο μαυροφορεμένα παιδιά είναι σήμερα διαπρεπείς καθηγητές σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.