O Πρωθυπουργός επισκέφτηκε το Βερολίνο σε ένα περιβάλλον ψυχρότητας και χαμηλών προσδοκιών. Η γερμανική κοινωνία εξακολουθεί να παρακολουθεί καχύποπτα την εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος την ώρα που η Γερμανία εισέρχεται σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Σχεδόν όλα τα κόμματα στα δεξιά του γερμανικού πολιτικού φάσματος θα κλιμακώσουν την αρνητική ρητορική τους απέναντι στην κυρία Μέρκελ με αφορμή την Ελλάδα. Και όσο η ίδια θα επαναλαμβάνει μονότονα την προτροπή της για εφαρμογή των συμφωνηθέντων, ο Σόιμπλε θα παίζει –όπως πάντα –τον ρόλο του κακού. Κάτι ήξεραν όσοι σε Βρυξέλλες και Βερολίνο συμβούλευαν την ελληνική κυβέρνηση να μην προκαλέσει την τύχη της στο προεκλογικό 2017. Το Βερολίνο –δηλαδή η Μέρκελ –προτιμά η Αθήνα να εκπέμπει τον ήχο της σιωπής.
Η χώρα βέβαια εισέρχεται εκ νέου σε μια περίοδο αβεβαιότητας, με τη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση ανοικτή και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στον αέρα. Με το χριστουγεννιάτικο μπόνους στους συνταξιούχους ο Πρωθυπουργός πήρε ένα πολιτικό ρίσκο, επιδιώκοντας να ανακτήσει το χαμένο πολιτικό έδαφος. Εν μέρει το κατάφερε διότι επανεμφάνισε το αριστερό, κοινωνικό του πρόσωπο, αναδεικνύνοντας ταυτόχρονα τα αδιέξοδα της αντιπολίτευσης, αξιωματικής κι ελάσσονος. Κι επανεισήγαγε το στόρι των καλών κυβερνητικών και των κακών ξένων, ουρά των οποίων γίνονται οι πρόθυμοι εγχώριοι υποστηρικτές τους. Ψευτοδίλημμα ή όχι, αυτό ήταν το κυρίαρχο πολιτικό στόρι της προηγούμενης εβδομάδας. Αυτός ο νέος τακτικισμός μπορεί να εγγράψει πρόσκαιρα δημοσκοπικά κέρδη για την κυβέρνηση, κινδυνεύει όμως να ρίξει εκ νέου τη χώρα σε έναν κύκλο πολιτικής αποσταθεροποίησης. Μπορεί ο κ. Τσίπρας να άκουσε καλά λόγια στις Βρυξέλλες, το διεθνές περιβάλλον όμως δεν είναι υπέρ του και τίποτε δεν προμηνύει θετική αντίδραση των θεσμών στη δική του στρατηγική.
Το πραγματικό όμως ερώτημα αφορά την οικονομία και τις δυνατότητές της να λειτουργεί διαχρονικά μέσα σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας. Σε μια λογική εφαρμογής μεταρρυθμίσεων με το ζόρι και χωρίς ξεκάθαρη ιδιοκτησία του προγράμματος. Είναι σημαντική η προσπάθεια εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, είναι εξίσου σημαντική όμως η ανάγκη η χώρα να ξεφύγει από αυτό τον φαύλο κύκλο της συνεχούς αμφισβήτησης και διαρκούς αναξιοπιστίας. Η χώρα είναι σαν να ξαναζεί ένα πολιτικό deja vu της περιόδου Σαμαρά πριν από τις ευρωεκλογές, όταν η μεταρρυθμιστική κόπωση συνοδεύτηκε από δώρα στους ενστόλους και απόπειρες πολιτικής διαπραγμάτευσης με το Βερολίνο. Τίποτα από όλα αυτά δεν έπιασαν τότε. Η αξιολόγηση δεν ολοκληρώθηκε κι ο Σαμαράς έχασε τις εκλογές. Και όπως συνειδητοποίησαν όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί στη διάρκεια της κρίσης, καμία επίσκεψη στο Βερολίνο δεν αποδείχθηκε ικανή για να αντιστρέψει την αρνητική πορεία της πολιτικής τους διαδρομής.